29 Μαΐου 2010

Επιστροφή στην χαμένη μας Παρρησία.

Η παρρησία δεν είναι απλά η ελεύθερη έκφραση γνώμης. Αλλά η έκ­φραση αυτού που ο κάθε υπεύθυνος πολίτης θεωρεί ως ορθό, απαραίτητο να ειπωθεί και χρήσιμο για το μέλλον του ενός ή του άλλου θεσμού, αν όχι όλης της χώρας.

Είναι η επιμονή στη διατύπωση αυτού που θεω­ρείται ως αληθινό. Όπου το αληθινό, σύμφωνα και με την ινδική φιλο­σοφία, είναι και δίκαιο. Δυστυχώς, στην ελληνική κοινωνία η παρρησία θεωρείται, ακόμα, ως ελάττωμα, αν όχι και αιτία εχθρότητας. Και αυτό συμβαίνει όχι μόνο στην κοινωνία εν γένει, αλλά ακόμα και μέσα σε θε­σμούς που τυπικά είναι οργανισμοί συστράτευσης εθελοντών, όπως τα κόμματα και οι θεσμοί που συνδέονται με αυτά.

Τούτο, δε, συμβαίνει διότι, αφενός, υπάρχουν τα συμφέροντα που δεν επιθυμούν να λέγονται (σκληρές αλήθειες για το χαρακτήρα όσων προωθούν και. αφετέρου, δι­ότι πολλοί που κατέχουν αποφασιστικές θέσεις θεωρούν ότι ο αγγελιο­φόρος της σκληρής αλήθειας είναι υπεύθυνος για τα προβλήματα που αποκαλύπτονται μέσο» αυτής.

Ο αγγελιοφόρος, όμως, οφείλει να αναδεί­ξει τα προβλήματα, τους κινδύνους, να πει με θάρρος την αλήθεια και να κάνει προτάσεις. Εξάλλου, η αλήθεια αποτελεί παραγωγική δύναμη, όσο αντιπαθητική και να είναι, όση σκληρότητα και αν εμπεριέχει. Απο­τελεί το θεμέλιο κάθε έρευνας, ιδιαίτερα στις κοινωνικές επιστήμες. Ιδι­αίτερα σε ένα Ινστιτούτο Μελετών, θα πρέπει η αναζήτηση της να είναι κεντρικός του στόχος.

Ο Περικλής, ενόψει του Πελοποννησιακού πολέμου, πήρε με θάρ­ρος το λόγο στη συνέλευση του Δήμου των Αθηναίων Πολιτών και υπέ­δειξε τον πόλεμο αντί της ειρήνης. Ταυτόχρονα, υπογράμμισε ότι τον προτείνει όχι επειδή η νίκη θα ήταν σίγουρη, αλλά παρά τα ρίσκα ήτ­τας, που με παρρησία ανέφερε και παραδέχτηκε την πιθανότητά της. Ο Περικλής, δηλαδή, διατύπωσε το τι θεωρούσε ως ορθό, χωρίς να κρύ­ψει τα προβλήματα που θα προέκυπταν εάν οι Αθηναίοι υιοθετούσαν τις προτάσεις του.

Συνολικά, η λειτουργία της αθηναϊκής δημοκρατίας, τουλάχιστον στις καλύτερες στιγμές της, συνέδεε την αναζήτηση της αλήθειας με τη δη­μοκρατία και προσπαθούσε να δώσει χώρο και χρόνο σε εκείνους που είχαν διαφορετική γνώμη από το «ρεύμα» απόψεων που κυριαρχούσε. Διότι ο υποστηρικτής των απόψεων της πλειοψηφίας δεν χρειαζόταν να έχει παρρησία. Απλά στήριζε αυτά που ενθουσίαζαν το πλήθος και επα­ναλάμβανε αυτά που ήθελε το τελευταίο να ακούσει. Ο έχων διαφορετι­κή γνώμη, εφόσον είχε επάρκεια επιχειρηματολογίας, ενδιέφερε περισ­σότερο. Ακόμα και αν οι γνώμες του δεν υιοθετούνταν, τουλάχιστον φώ­τιζαν κάποιες πλευρές των ζητημάτων που προέκυπταν με βάση τις επι­λογές της «πλειοψηφίας».

Είναι φανερό ότι όποιος με παρρησία διατυπώνει τη γνώμη του το κάνει προκειμένου να κερδίσει η γνώμη του επιρροή. Δεν τον ενδιαφέ­ρει η διασφάλιση του εαυτού του. αλλά η «προώθηση» της γνώμης του. Οι χειρότεροι αντίπαλοι μιας τέτοιας στάσης είναι, ασφαλώς, οι μη έχο­ντες οποιαδήποτε γνώμη και ακόμα εκείνοι που την έλλειψη γνώμης την ανοίγουν σε αυλικό προσόν.

Ο έχων παρρησία αναλαμβάνει και ρίσκα. Δεν τυχαίνει μόνο αναγνώρισης, αλλά μπορεί και να αποκλειστεί ως μη ευχάριστος από εκείνους που έχουν συνηθίσει να είναι ευχάριστοι ή επι­θυμούν να έχουν γύρω τους ευχάριστους ανθρώπους. Η παρρησία είναι με άλλα λόγια, ή έπρεπε να είναι, συστατικό της Δημοκρατίας, όπως έχει ήδη αποδείξει με τα έργα του ο Ευριπίδης, εδώ και 24 αιώνες. Συστατικό της λειτουργίας όλων των θεσμών της δημοκρατίας και κατά συνέ­πεια και των κομμάτων καθώς και των ερευνητικών τους ινστιτούτων...

Το προηγούμενο απόσπασμα είναι μέρος του προλόγου που δημοσιεύτηκε στον τόμο :

«Διάλογοι με το ΙΣΤΑΜΕ»


Κύκλος εκδηλώσεων Νοέμβριος 2008 – Μάιος 2009 Εκδοτικός Οίκος Α. Λιβάνη

Συγγραφέας είναι ο τ. πρόεδρος του Ινστιτούτου Ν. Κοτζιάς.

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο. Αξίζει να το "μελετήσετε". Αποτελεί στοχαστικό διαμάντι τόσο για την τεκμηριωμένη αλήθεια που εμπεριέχει αλλά και για τα καμπανάκια που κρούει ένθεν κακείθεν.

Πολύς κόσμος έχει άλλη εντύπωση για το "ΙΣΤΑΜΕ" γιατί ίσως δεν έχει, ακόμη, βγει ανοικτά σαν Ινστιτούτο να συμπλεύσει με τις αγωνίες της κοινωνίας και να ζυμωθεί με τα πραγματικά φλέγοντα θέματα που την απασχολούν.

Κάποιοι δεν διέθεταν ποτέ παρρησία. Εμείς αναζητούμε τους "άλλους". Υπάρχουν γύρω μας παντού. Οι τωρινές συνθήκες είναι αυτές που αργά ή γρήγορα θα τους επιβάλλουν.

Πρόλογος στον τόμο «Διάλογοι με το ΙΣΤΑΜΕ»
Κύκλος εκδηλώσεων Νοέμβριος 2008 – Μάιος 2009
Εκδοτικός Οίκος Α. Λιβάνη

Στόχοι στην προεδρία μου στο ΙΣΤΑΜΕ ήταν να αποκαταστήσω τη διοι­κητική του λειτουργία, να τακτοποιήσω τα φορολογικά του Ινστιτούτου, να συγκροτηθεί ένα νέο ΔΣ και να συσταθεί ένα Επιστημονικό Συμβού­λιο που δεν υπήρχε όταν ανέλαβα πρόεδρος του Ιδρύματος. Να συμβάλω, ακόμα, στη συστράτευση (στο ΙΣΤΑΜΕ όλων των ανθρώπων καλής θέλησης που αναζητούν την αλήθεια, τη γνώση, μέσα από τις πιο δια­φορετικές αντιλήψεις και εμπειρίες. Τη δημιουργία ομάδων μελετών και την προσέλκυση εθελοντών στην επιστημονική και πρακτική δρα­στηριότητα του ιδρύματος.. Να συμβάλω, επίσης, στο δέσιμο ανθρώπων διαφορετικών πολιτικών πεποιθήσεων, προερχόμενων από διαφορετι­κούς τομείς της κοινωνικής δράσης, επιστημόνων, διπλωματών, στρατιωτικών, καλλιτεχνών. Να συνδεθεί η πολιτική με την επιστήμη και όλα αυτά με τον πολιτισμό.


Στόχος των πιο πάνω επιλογών ήταν, ανάμεσα στα άλλα, να αξιοποιηθεί ο πλούτος της διαφορετικότητας στις μελέτες που εκπονούσε και εκ­δίδει το Ινστιτούτο. Στις διαλέξεις που οργάνωσε.


Στα σεμινάρια και στις συσκέψεις. Στα . Στις επιστημονικές ημερίδες και στα συνέδρια. Στις εκδόσεις του.


Πίστευα και πιστεύω ότι θεμελιακό στοιχείο ενός ζωντανού πολιτικού - επιστημονικού ιδρύματος ήταν και είναι να παροτρύνει στην ανάπτυξη του διαλόγου ανάμεσα στις πιο διαφορετικές σχολές και απόψεις, αρκεί αυτές όλες να υπηρετούν τον πολίτη, την κοινωνία, τη χώρα, με τρόπο δημοκρατικό και διαθέτοντας επάρκεια ανεκτικότητας «προς το άλλο».


Πάντα πίστευα και εξακολουθώ να πιστεύω ότι η «Δημοκρατία» πρέπει να οργανώνεται. Σε αυτά τα πλαίσια, μετά από πρότασή μου και με τον εμπλουτισμό της πρότασης από τα μέλη του ΔΣ του ΙΣΤΑΜΕ, καταλήξαμε να καθιερώσουμε στο έτος 2008-2009 την πρώτη Τετάρτη κάθε μήνα.


Στόχος να δώσουμε τη δυνατότητα να εκφραστούν οργανωμένα από το ΙΣΤΑΜΕ διαφορετικές απόψεις, ακόμα και εντελώς αντίθετες ως προς μια θεματική που θεω­ρήσαμε ότι είναι σημαντική για την προοδευτική σκέψη στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα, να γνωρίζουν οι φίλοι του Ιδρύματος καθώς και όλοι οι εν­διαφερόμενοι εκ των προτέρων πού και πότε οργανώνονταν αυτοί οι δι­άλογοι. Στα πλαίσια των τελευταίων, πραγματοποιήθηκαν οι εισηγήσεις που παρουσιάζονται στη συνέχεια του παρόντος τόμου. Επί των εισηγή­σεων διεξήχθη κατά κανόνα πολύωρες συζητήσεις που δυστυχώς ο χώρος ενός τόμου δεν μας επιτρέπει να τις αναπαραγάγουμε.


Αρχικά είχα σκοπό να διατυπώσω σε αυτό το προλογικό σημείωμα τις σκέψεις μου πάνω στις ειδικές θεματικές που ακολουθούν στον τό­μο. Τελικά προτίμησα να διατυπώσω προλογικά ορισμένες πιο γενικές σκέψεις μου για την ανάγκη ελεύθερης έκφρασης γνώμης, της υποστή­ριξης της γνώμης που διατυπώνεται θαρραλέα, της σχέσης ανάμεσα στην εξουσία και στις νέες ιδέες καθώς και έναντι όσων τις αναζητούν.


Το θάρρος της γνώμης και η ελευθερία έκφρασης: παρρησία

Ποιο είναι το καθήκον των ανθρώπων της πνευματικής εργασίας, όπως εκείνων όσων δραστηριοποιήθηκαν και δραστηριοποιούνται στο ΙΣΤΑ­ΜΕ στις σημερινές δύσκολες συνθήκες ως προς την παραγωγή ιδεών ; Κατά τη γνώμη μου. να τις οργανώσουν και να είναι αποτελεσματική και δημοκρατική μια τέτοια οργάνωση. Προϋπόθεση για κάτι τέτοιο είναι, πρώτον, να διασφαλιστεί η δυνατότητα ελεύθερης έκφρασης γνώμης όλων. Δικαίωμα, όμως, ανεπαρκές. Σε αυτό να προστεθεί το δικαίωμα και η υποχρέωση του θάρρους γνώμης. Της παρρησίας. Πρόκειται για μια στάση ζωής που αποτέλεσε θεμέλιο στην αθηναϊκή δημοκρατία και του κινήματος του διαφωτισμού.

Άλλο ελευθερία γνώμης και άλλο η ελεύθερη έκφρασή της.


Όλα τα συντάγματα ελεύθερης διατύπωσης από κάθε πολίτη της γνώμης του, αρκεί αυτή η γνώμη να μην οδηγεί στην υπόσκαψη των βάσεων επί των οποίων θεμελιώνεται αυτό το ίδιο το δικαίωμα. Κατά τη γνώμη μου, αυτό το δικαίωμα εμπεριέχει στοιχεία παθητικότητας: «δικαιούμαι γνώμης», αφού αποτελεί ένα εν δυνάμει δικαίωμα και όχι η πραγμάτωσή του. Δεν απο­τελεί, δηλαδή, υποχρέωση. Αν θέλω, του κάνω χρήση, αν όχι, δεν του κά­νω. Μπορώ να διατυπώσω γνώμη, διότι δεν υπάρχει κανένας κατασταλ­τικός μηχανισμός παρέμβασης κατά την εκφορά της. Δεν οφείλω να το κάνω.


Παρόλο που δεν υπάρχει κάποιος ορατός χωροφύλακας καταστολής της γνώμης ενός πολίτη σε συνθήκες κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, δεν είναι λίγες οι φορές που ένας πολίτης έχει αναστολές να εκφέρει τη γνώμη του και μάλιστα δημόσια. Αυτό μπορεί να συμβεί ακόμα και σε ένα ινστιτούτο όπως είναι το ΙΣΤΑΜΕ και θα αποτελεί πρόγραμμα απο­τυχίας του. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι το γιατί μπορεί να συμβεί κάτι τέ­τοιο και γιατί πράγματι συμβαίνει αυτό; Νομίζω μια ενδιαφέρουσα απά­ντηση έδωσε ο Φουκώ. Ο μεγάλος Γάλλος φιλόσοφος έδειξε ότι δεν εί­ναι λίγες οι περιπτώσεις στις οποίες οι άνθρωποι έχουν «εγκαταστήσει έναν χωροφύλακα στον εγκέφαλό» τους και ο οποίος τους αυτολογοκρίνει.


Ποιες δυνάμεις εγκαθιστούν μια τέτοια δύναμη αποτροπής στο μυα­λό των ανθρώπων; Νομίζω ότι είναι η αίσθηση ότι μπορεί η έκφραση μιας γνώμης να τιμωρηθεί. Είτε γιατί δεν γίνεται κατανοητή (και για αυ­τό μπορεί κάποιοι να την περιγελούν), είτε διότι ενοχλεί. Δηλαδή, ότι ο πολίτης νιώθει ότι βρίσκεται ενώπιον ενός κινδύνου να υποστεί τιμωρία εξαιτίας του περιεχομένου της εκφερόμενης γνώμης. Τέτοια τιμωρία θα ήταν η απώλεια εργασίας, φιλίας, κύρους, αναγνώρισης από την παρέα ή τον «προϊστάμενο». Για αυτό πολλοί πολίτες αποφεύγουν να διατυπώ­σουν δημόσια τη γνώμη τους για ό,τι θεωρούν αληθινό και ορθό. Με άλ­λα λόγια, ο «μέσος πολίτης» τείνει σε αυτοπεριορισμό ως προς την άσκη­ση του δικαιώματος στην ελευθερία της γνώμης.

Ισηγορία και παρρησία: η ιστορία διδάσκει.


Προκειμένου ο πολίτης να εκφράζει τη γνώμη του ελεύθερα, δεν αρ­κεί το δικαίωμα σε αυτή την ελευθερία, αλλά οφείλει να διαθέτει και το θάρρος άσκησης αυτού του δικαιώματος. Να διαθέτει, δηλαδή, παρρη­σία. Να έχει διαπαιδαγωγηθεί από το οικογενειακό του περιβάλλον, στο σχολείο, στο εσωτερικό των οργανώσεων που ανήκει ή ανήκε καθώς και στο μεγάλο πεδίο της κοινωνίας στην υπεύθυνη άσκηση της παρρησίας, έτσι όπως μας είχαν διδάξει οι πολίτες της αθηναϊκής δημοκρατίας.

Το δικαίωμα έκφρασης γνώμης στην αθηναϊκή δημοκρατία ήταν ένα δικαί­ωμα ίσο για όλους, η ισηγορία. Αντίθετα, η προτροπή και το θάρρος έκφρασης γνώμης, η παρρησία, απαιτούσε ειδικά χαρακτηριστικά. Χαρα­κτηριστικά που συστηματικά θελήσαμε να αναπτύξουμε στο ΙΣΤΑΜΕ, στους διαλόγους και στις αναζητήσεις μας. Μπορεί στη σημερινή ελληνική δημοκρατία να έχει καταχωρηθεί το δικαίωμα στην ισηγορία (ίσο δικαίωμα στη γνώμη, βέβαια με πολλαπλές παραβιάσεις, ιδιαίτερα ως προς την ισχύ των ΜΜΕ), αλλά αυτό για το οποίο δεν φροντίζει η πολιτεία και το εκπαιδευτικό σύστημα, ακόμα και τα ΑΕΙ και τα ερευνητικά κέντρα που τείνουν να γραφειοκρατικοποιηθούν, είναι η διασφάλιση της παρρησίας των πολιτών.

Η παρρησία ως το δικαίωμα και η προτροπή έκφρασης γνώμης και πάλης για αυτή. Ως η άρνηση των αυλοκολάκων. Ως μια συνθήκη εντός της οποίας οι πολί­τες δεν επιδιώκουν να είναι ευχάριστοι και μόνο. Αντίθετα, επιθυμούν να υπηρετούν τα μακρόχρονα συμφέροντα ενός θεσμού, ενός Ινστιτού­του της πολιτείας, του δημοκρατικού συστήματος και την επιτυχία των ηγετών της χώρας.

Η παρρησία δεν είναι απλά η ελεύθερη έκφραση γνώμης. Αλλά η έκ­φραση αυτού που ο κάθε υπεύθυνος πολίτης θεωρεί ως ορθό, απαραίτητο να ειπωθεί και χρήσιμο για το μέλλον του ενός ή του άλλου θεσμού, αν όχι όλης της χώρας. Είναι η επιμονή στη διατύπωση αυτού που θεω­ρείται ως αληθινό. Όπου το αληθινό, σύμφωνα και με την ινδική φιλο­σοφία, είναι και δίκαιο. Δυστυχώς, στην ελληνική κοινωνία η παρρησία θεωρείται, ακόμα, ως ελάττωμα, αν όχι και αιτία εχθρότητας. Και αυτό συμβαίνει όχι μόνο στην κοινωνία εν γένει, αλλά ακόμα και μέσα σε θε­σμούς που τυπικά είναι οργανισμοί συστράτευσης εθελοντών, όπως τα κόμματα και οι θεσμοί που συνδέονται με αυτά. Τούτο, δε, συμβαίνει διότι, αφενός, υπάρχουν τα συμφέροντα που δεν επιθυμούν να λέγονται (σκληρές αλήθειες για το χαρακτήρα όσων προωθούν και. αφετέρου, δι­ότι πολλοί που κατέχουν αποφασιστικές θέσεις θεωρούν ότι ο αγγελιο­φόρος της σκληρής αλήθειας είναι υπεύθυνος για τα προβλήματα που αποκαλύπτονται μέσο» αυτής.


Ο αγγελιοφόρος, όμως, οφείλει να αναδεί­ξει τα προβλήματα, τους κινδύνους, να πει με θάρρος την αλήθεια και να κάνει προτάσεις. Εξάλλου, η αλήθεια αποτελεί παραγωγική δύναμη, όσο αντιπαθητική και να είναι, όση σκληρότητα και αν εμπεριέχει. Απο­τελεί το θεμέλιο κάθε έρευνας, ιδιαίτερα στις κοινωνικές επιστήμες. Ιδι­αίτερα σε ένα Ινστιτούτο Μελετών, θα πρέπει η αναζήτηση της να είναι κεντρικός του στόχος.


Ο Περικλής, ενόψει του Πελοποννησιακού πολέμου, πήρε με θάρ­ρος το λόγο στη συνέλευση του Δήμου των Αθηναίων Πολιτών και υπέ­δειξε τον πόλεμο αντί της ειρήνης. Ταυτόχρονα, υπογράμμισε ότι τον προτείνει όχι επειδή η νίκη θα ήταν σίγουρη, αλλά παρά τα ρίσκα ήτ­τας, που με παρρησία ανέφερε και παραδέχτηκε την πιθανότητά της. Ο Περικλής, δηλαδή, διατύπωσε το τι θεωρούσε ως ορθό, χωρίς να κρύ­ψει τα προβλήματα που θα προέκυπταν εάν οι Αθηναίοι υιοθετούσαν τις προτάσεις του.


Συνολικά, η λειτουργία της αθηναϊκής δημοκρατίας, τουλάχιστον στις καλύτερες στιγμές της, συνέδεε την αναζήτηση της αλήθειας με τη δη­μοκρατία και προσπαθούσε να δώσει χώρο και χρόνο σε εκείνους που είχαν διαφορετική γνώμη από το «ρεύμα» απόψεων που κυριαρχούσε. Διότι ο υποστηρικτής των απόψεων της πλειοψηφίας δεν χρειαζόταν να έχει παρρησία. Απλά στήριζε αυτά που ενθουσίαζαν το πλήθος και επα­ναλάμβανε αυτά που ήθελε το τελευταίο να ακούσει. Ο έχων διαφορετι­κή γνώμη, εφόσον είχε επάρκεια επιχειρηματολογίας, ενδιέφερε περισ­σότερο. Ακόμα και αν οι γνώμες του δεν υιοθετούνταν, τουλάχιστον φώ­τιζαν κάποιες πλευρές των ζητημάτων που προέκυπταν με βάση τις επι­λογές της «πλειοψηφίας».

Είναι φανερό ότι όποιος με παρρησία διατυπώνει τη γνώμη του το κάνει προκειμένου να κερδίσει η γνώμη του επιρροή. Δεν τον ενδιαφέ­ρει η διασφάλιση του εαυτού του. αλλά η «προώθηση» της γνώμης του. Οι χειρότεροι αντίπαλοι μιας τέτοιας στάσης είναι, ασφαλώς, οι μη έχο­ντες οποιαδήποτε γνώμη και ακόμα εκείνοι που την έλλειψη γνώμης την ανοίγουν σε αυλικό προσόν. Ο έχων παρρησία αναλαμβάνει και ρίσκα. Δεν τυχαίνει μόνο αναγνώρισης, αλλά μπορεί και να αποκλειστεί ως μη ευχάριστος από εκείνους που έχουν συνηθίσει να είναι ευχάριστοι ή επι­θυμούν να έχουν γύρω τους ευχάριστους ανθρώπους. Η παρρησία είναι με άλλα λόγια, ή έπρεπε να είναι, συστατικό της Δημοκρατίας, όπως έχει ήδη αποδείξει με τα έργα του ο Ευριπίδης, εδώ και 24 αιώνες. Συστατικό της λειτουργίας όλων των θεσμών της δημοκρατίας και κατά συνέ­πεια και των κομμάτων καθώς και των ερευνητικών τους ινστιτούτων.

Το θάρρος της γνώμης έναντι τον ηγεμόνα και η παρρησία τον τελευταίου

Η διαμάχη του Πλάτωνα όταν μετάβηκε στη Σικελία προκείμενου να εργαστεί ως δάσκαλος του Δίου, όσο και τα γραπτά μεγάλων Κινέζων σοφών που εργάζονταν στη δημόσια διοίκηση, καθώς, επίσης, οι συμ­βουλές του Μακιαβέλλι προς τον Πρίγκιπα, όλα αυτά έδειξαν ότι η παρ­ρησία είναι απαραίτητη τόσο ως προς τον Δήμο της κοινωνίας, αλλά και ως προς τον κάθε φορά ηγεμόνα, είτε αναφέρεται κανείς σε θέση ενός θεσμού στο σύστημα, είτε προσώπων εντός αυτών των θεσμών.

Απαραί­τητη και όταν αποσκοπεί στη διατύπωση, όπως έδειξε ο Πλούταρχος, της όποιας σκληρής αλήθειας προς την ψυχή του ηγεμόνα. Στο ξεβόλευμά του. Στην αποτροπή απώλειας χρόνου. Στην άρνηση της επιλογής μιας ευχάριστης διαδρομής που οδηγεί το πολιτικό σύστημα και άλλους θεσμούς στην καταστροφή. Και αυτό παρόλο που μια τέτοια παρρησία αποτελεί ψυχικό βάρος τόσο και για εκείνον που τη διατυπώνει, όσο και για εκείνον που οφείλει να την ακούσει και να τη λάβει υπόψη του. Ο Ιμμάνουελ Καντ υπογράμμιζε ότι ο άνθρωπος οφείλει να σπάει τα ίδια του τα δεσμά που τον οδηγούν στην οκνηρία της μη αναζήτησης της αλήθειας. Ιδιαίτερα, μάλιστα, όταν αυτό ήταν αποτέλεσμα φόβου ένα­ντι της αλήθειας. Αυτό σημαίνει, τόνιζε ο μεγάλος Γερμανός φιλόσοφος του διαφωτισμού, ότι ο άνθρωπος οφείλει να υπερβαίνει την εσωτερική του τάση να βολεύεται.


Την τάση να λειτουργεί ως στρουθοκάμηλος που δεν θέλει να αντικρίζει τα πραγματικά προβλήματα, ιδιαίτερα όταν αυ­τά είναι πολλά και στενόχωρα. Πρόκειται για μια τάση που μπορεί συ­χνά να καταλάβει το νου και την ψυχή τόσο απλών ερευνητών σε ένα Ιν­στιτούτο, όσο και επιχειρηματιών, καθώς και πολιτικών, όπως έδειξε και ι] περίπτωση του Κ. Καραμανλή, αλλά και η συμπεριφορά πολλών άλλων πρωθυπουργών της χώρας, ιδιαίτερα κατά τη δεύτερη θητεία τους. Η παρρησία για τον πολιτικό, σε αυτή την περίπτωση, σημαίνει να λέ­ει την αλήθεια στον εαυτό του. Να μην την κρύβει στη φυλακή των ενο­χών του. Να διαθέτουν τόσο ο έχων το θάρρος της γνώμης πολίτης, όσο και ο πολιτικός παρρησία.


Τον κοινό νου και τη δυνατότητα εντοπισμού και κατανόησης της αλήθειας. Να διαθέτουν στέρεη ηθική συνείδηση και τη δυνατότητα να κρίνουν κριτικά γεγονότα και πράξεις. Το κάλλι­στο είναι να διαθέτουν σε έναν θεσμό όλοι την ικανότητα παρρησίας, αλλά να μην είναι απαραίτητη, διότι σε αυτό το θεσμό η έκφραση και της πιο δύσκολης, περίεργης και αυστηρής γνώμης θεωρείται αυτονόη­το καθήκον, δικαίωμα και υποχρέωση.

Πιστεύω ότι είναι προς το συμφέρον κάθε θεσμού, κάθε επιχειρημα­τία και πριν από όλα εκείνου του πολιτικού που είναι σημαντικός σε έναν χώρο να διαθέτει ανθρώπους γύρω του με παρρησία. Είναι προς το συμ­φέρον της κοινωνίας να διαθέτει ηγέτες και διανοούμενους οι οποίοι, αντί να τρέχουν πίσω από πλουσιοπάροχα προγράμματα, διαθέτουν κρι­τική σκέψη πάνω στα μεγάλα προβλήματα της κοινωνίας.

Σε τελευταία ανάλυση, το θάρρος της γνώμης, η παρρησία, όπως και η ίδια η αλή­θεια, όταν ορθά αξιοποιούνται και ασκούνται, αποτελούν πλούτο και πα­ραγωγική δύναμη για την ίδια την κοινωνία. Αποτελούν τον πυρήνα της «αδελφικής σχέσης» ανάμεσα στο Διαφωτισμό και την Κριτική. Προκειμένου να γίνει ο κόσμος καλύτερος, χρειάζεται να φωτίζει κα­νείς τις αδυναμίες αυτού του κόσμου και να προτείνει τρόπους δημιουρ­γικής υπέρβασής τους. Να διαφωτίζει με παρρησία κριτικά το σημερι­νό γίγνεσθαι και να προτείνει το άνοιγμα του στο μέλλον.

Η ουσία του Διαφωτισμού είναι η Κριτική. Η κριτική που διαφωτίζει. Και αν είναι ήδη κέρδος για μια κοινωνία να υπάρχουν άνθρωποι που ασκούν, ακού­νε και διατυπώνουν μια τέτοια κριτική, ακόμα μεγαλύτερο κέρδος είναι αν ένας ολόκληρος θεσμός, όπως είναι το ΙΣΤΑΜΕ, λειτουργεί και πα­ράγει με κριτικό τρόπο θέσεις που διαφωτίζουν κριτική την κοινωνία. Που τη διευκολύνουν να υπερβεί τις αδυναμίες της και την ενεργητική προώθηση δημοκρατικών εναλλακτικών προς το σήμερα λύσεων.

Είναι ο κριτικός λόγος κάτι το ασήμαντο;

Ο κριτικός διαφωτισμός πίστευε στη δύναμη των λόγων. Στη δύναμη της σαφήνειας. Της θέλησης ανάδειξης των καλών πλευρών του ανθρώ­που και όχι του σκοταδιού, του εύκολου και επιφανειακού. Ο Κ. Μαρξ ανέδειξε την κριτική του υπάρχοντος σε θεμελιακό εργαλείο για ένα κα­λύτερο αύριο. Από την πλευρά του. πάλι, ο Καντ είναι αυτός που συνέδεσε το λόγο του διαφωτισμού με την κριτική. Τότε η Πρωσία, όπου ζού­σε, λόγω των εκσυγχρονιστικών της αλλαγών, είχε ανάγκη από νέες ιδέ­ες, νεωτερισμούς και δημιουργικό πνεύμα. Αυτά όλα η εξουσία ήθελε έστω και περιορισμένα να τα επιτρέψει. Δεν αποδεχόταν, όμως, φωνές που θα αμφισβητούσαν τον πυρήνα της εξουσίας, τη Μοναρχία.

Η κρι­τική, δηλαδή, έπρεπε να φτάνει μέχρι τον προθάλαμο της Αυλής και να παραμένει εκεί. Η κριτική που προσπαθούσε να ξεπεράσει τον αυλόγυ­ρο αντιμετωπιζόταν με την αποσιώπηση. Με υποτιμητικές συμπεριφο­ρές.

Τι ρόλο μπορούσε να παίζει ο δημόσιος κριτικός λόγος ενός φιλοσό­φου, σε μια εποχή που ο στρατός είχε ήδη πραγματοποιήσει μια εκσυγ­χρονιστική αναδιοργάνωση και κέρδιζε πολέμους; Τι ρόλο μπορούσαν να παίζουν τα «λόγια» του κριτικού διαφωτισμού, όταν είχε αρχίσει ήδη η εισαγωγή νέων μεθόδων οργάνωσης της παραγωγής, εμφανιζόταν η μηχανή και οι θετικές επιστήμες έκαναν το θαύμα τους; Τότε που η εξου­σία έδειχνε στον κριτικό Λόγο το δρόμο των απορριμμάτων, διότι, υπο­στήριζε, ότι αυτή δεν άξιζε τίποτα μπροστά στα μεγάλα θαύματα αλλα­γών που έφερνε ο υπό ανάπτυξη καπιταλισμός. Παρά, όμως, την αδια­φορία και την αφ' υψηλού αντιμετώπιση του κριτικού λόγου, λαμβάνο­νταν από πλευράς εξουσίας μέτρα καταστολής της, ακόμα και με το φό­νο του φορέα τους (σε εκείνες τις εποχές σωματικό, σήμερα ηθικό και πνευματικό).


Σχολιάζοντας ο Ι. Καντ αυτή τη διττή στάση της εξουσίας απέναντι στον κριτικό Λόγο, (το έργο του για την «Αιώνια Ειρήνη», αναρωτιέται ειρωνικά, απευθυνόμενος στον Πρώσο Μονάρχη, για ποιο λόγο, αφού τα λόγια του δημόσιου κριτικού διανοούμενου δεν αξίζουν ούτε μια δε­κάρα, γιατί τότε δεν αφήνουν τον Κριτικό στην ησυχία του να λέει απε­ρίσπαστα αυτά που λέει, τα ανάξια και άνευ σημασίας. Αναρωτιέται, δε, ότι, αφού αυτά όλα όσα λέγονται είναι ανάξια απάντησης, για ποιο λό­γο ί) εξουσία καταναλώνει τόσα «πολλά πυρομαχικά» προκειμένου να κάνει τον Κριτικό να σκοπήσει:

Υπάρχει κίνδυνος από τον άχρηστο λόγο;

Η απάντηση στα πιο πάνω ερωτήματα είναι απλή. Ο δημόσιος κρι­τικός Λόγος, εφόσον είναι πειστικός και τεκμηριωμένος, είναι πάντα επικίνδυνος για την Εξουσία που είναι ανακόλουθη καθώς και έναντι δυνά­μεων αδράνειας και στασιμότητας. Και αυτό διότι ο κριτικός Λόγος με ουσία αποτελεί υλική δύναμη. Η κριτική του λόγου μπορεί να τσακίσει την κριτική των όπλων, της καταπίεσης, της εξαγοράς και της αποσιώ­πησης, αρκεί να βρει δρόμους και τρόπους να φτάσει στο ευρύτερο κοι­νό. Για αυτό κάθε εξουσία που δεν παραμένει στις συμφωνίες της επιδι­ώκει να βρει τρόπους να τιθασεύσει τον κριτικό Λόγο και τους φορείς του. Να τους ενσωματώσει με υλικές εξαγορές. Να τους μετατρέψει σε φερέφωνα της. Σε «μπιστόλια». Να τους οδηγήσει στον ξεπεσμό της γκρίνιας και του μικρού.

Ο κριτικός δημόσιος διανοούμενος, όπως και ένα δημιουργικό ίδρυ­μα, δεν επιδιώκει απλά να θίξει τα κακώς κείμενα. Δεν μεμψιμοιρεί προ­κειμένου να προσελκύσει το ενδιαφέρον τρίτων. Δεν υποκύπτει στην ευ­κολία της κριτικής για την κριτική. Αντίθετα, επιδιώκει να βγάλει όλες τις καλές πλευρές των συνομιλητών του, πραγματικών ή φανταστικών. Να ανακαλύψει τις θετικές πλευρές των ανθρώπων με τους οποίους συ­νεργάζεται, ίσως καμιά φορά και με μια δόση υπερβολής. Αντίθετα, δεν ψάχνει να ανακαλύψει το κακό στους ανθρώπους, το φτηνό, το ποταπό. Επιδιώκει να δώσει κριτική αισιοδοξία στην κοινωνία. Κριτική με την έννοια ότι δεν «πουλά αέρα κοπανιστό» προκειμένου να είναι αρεστός σε εξουσία και εξουσιαστές, αλλά που στηρίζεται σε νέες σκέψεις, σε καινούριες κριτικές προτάσεις. Θέλει να αλλάξει το υπάρχον και για αυ­τό του κάνει κριτική. Θέλει να το υπερβεί, όχι, όμως, για να το διαλύσει σε νεφελώματα λόγου, σε κακής ποιότητας επιχειρήματα. Αλλά για να ανοίξει δρόμο. Να συμβάλει στην απελευθέρωση της κοινωνίας από τα δεσμά που την έχουν τυλίξει, ακόμα και αν νομίζει ότι προσωρινά τη βο­λεύουν. Και όλα αυτά τα κάνει, οφείλει να τα κάνει, με παρρησία. Σε αυ­τή την ανάγκη στρατεύτηκαν «οι Διάλογοι» του ΙΣΤΑΜΕ και σχεδιά­ζαμε για το 2010 μια νέα σειρά ανοικτών εκδηλώσεων με στόχο την προ­βολή προτάσεων σε κομβικές θεματικές της ελληνικής κοινωνίας. Ο τίτ­λος μιας τέτοιας σειράς, πιθανόν πάλι ως «η συζήτηση κάθε πρώτης Τε­τάρτης του μήνα», θα ήταν «Θέσεις».

Η εξουσία να ακούει και να μη φοβάται την κριτική

Η κριτική έχει τη δύναμη και την ικανότητα να εντοπίζει τις αδυναμίες του υπάρχοντος και να διαφωτίζει για τις δυνατότητες υπέρβασης του. Να απελευθερώνει συνειδήσεις, καταστάσεις, θεσμούς και σχέσεις από δεσμά και να διευκολύνει την πραγμάτωση αλλαγών και μιας πιο δίκαιης κοινωνίας. Η κριτική μέσα από το «Διάλογο πρέπει να οδηγεί σε «θέσεις».


Το ερώτημα είναι ποιος φοβάται την κριτική και αν αυτό είναι δικαι­ολογημένο. Κατά τη γνώμη μου, την καλώς εννοούμενη κριτική τη φο­βόμαστε κατά κάποιο τρόπο όλοι μας. Φοβόμαστε να ανακαλύπτουν τρί­τοι τις αδύναμες πλευρές μας και μαζί με (χυτούς να ανακαλύπτουμε και εμείς περισσότερες από εκείνες που γνωρίζουμε. Την κριτική τη φοβά­ται, ο λόγος γίνεται πάντα για τη δίκαιη κριτική, ασφαλώς περισσότερο εκείνος που είναι συντηρητικός στη νοοτροπία και άδικος στην πράξη. Που δεν επιθυμεί αλλαγές.


Ο φόβος της κριτικής που γίνεται μέσα από το διάλογο είναι υπαρκτός. Αλλά ακόμα πιο πραγματική είναι η χρησιμότητα της. Με την κριτική μπορεί κανείς να προλάβει τα «χειρότερα». Να κάνει έγκαι­ρες διορθώσεις στα κακώς κείμενα. Να βοηθηθεί να ανοίξει δρόμους στο μέλλον όσο το δυνατό πιο σύντομα και αποτελεσματικά. Για αυτό ο κάθε άνθρωπος, και πριν από όλα οι κάτοχοι εξουσίας, θα πρέπει να μάθουν και να συνηθίσουν να ακούνε κριτικές. Να τις ακούνε όσο η δυ­νατότητα αλλαγών είναι στο δικό τους χέρι. Διότι, όταν δεν τις ακούσουν στον κατάλληλο χρόνο, τότε, όταν θα τους επιβληθεί ως γενική θέληση της κοινωνίας, θα είναι αργά να αντιδράσουν. Για όποιον αμφιβάλλει δεν έχει παρά να ζητήσει μισής (5ρα ιδιαίτερο μάθημα από τον πρώην πρωθυπουργό της χώρας.

Τρία είδη κριτικής


Στη ζωή υπάρχουν τρία είδη κριτικής:


Ο υπερβολικά «καλός λόγος» των αυλικών και των συστημάτων. Η «κριτική υμνολογία», η οποία εκφέρεται συνεχώς. Η εξουσία και οι εξουσιάζοντες δεν χρειάζεται να κοπιάσουν προκειμένου να έχουν πρόσβα­ση σε αυτή και να την ακούνε. Ο λόγος αυτός δεν βοηθά. Δεν χρειάζε­ται «Διάλογο» για να προκύψει, ούτε οδηγεί σε «θέσεις». Είναι αντι­παραγωγικός. Αποπροσανατολίζει. Σε στιγμές, μάλιστα, δυσκολίας, οι αυλοκόλακες την κάνουν. Είτε ως τα ποντίκια που εγκαταλείπουν το πλοίο που βυθίζεται, είτε ως πριονιστές των κλαδιών επί των οποίων κά­θεται ο «υμνούμενος».


Η δεύτερη κριτική είναι η «κακή κριτική». Η μοχθηρή. Αυτή που λέ­γεται στα παρασκήνια. Αυτή αποφεύγει το «Διάλογο», κινείται στις σκοτεινές περιοχές της σκιάς του. Συνήθως υμνεί την εξουσία «κατά πρό­σωπο» και την υβρίζει στην πλάτη. Πρόκειται, εξάλλου, για την ίδια τη λογική που κυριαρχεί στην αυλή της εξουσίας. Οι εξουσιαστές θα την ακούσουν αυτή την κριτική, έστω και αν αυτό γίνει πιο καθυστερημένα από την πρώτη. Όλο και κάποιος θα τους τη μεταφέρει, έστω και με πα­ραποιήσεις, έστω προκειμένου να «θάψει» τον εκφέροντα μια τέτοια κρι­τική.


Τέλος, υπάρχει ο κριτικός Λόγος. Αυτός που δεν θέλει ούτε να κολα­κέψει, ούτε να υβρίσει, αυτόν που θέλησε να οργανώσει το ΙΣΤΑΜΕ με τους παρόντες «Διαλόγους». Είναι ο κριτικός λόγος που επιδιώκει να συμβάλει σε μια νέα αρχή. Στη διόρθωση των κακώς κειμένων και να προλάβει λάθη. Που θέλει να αναζητήσει νέες θέσεις ή να εμπλουτίσει υπάρχουσες. Αυτή είναι η κριτική που έχει ανάγκη για να πετύχει η εξου­σία, αλλά αυτή είναι που δεν αντέχει να ακούει μια μέσου όρου εξουσία.


Οι πιο πετυχημένες εξουσίες στην ιστορία της ανθρωπότητας είναι εκεί­νες οι οποίες όχι μόνο άντεχαν τη δημιουργική δημόσια κριτική, αλλά και την επιζητούσαν, δείχνοντας από την πλευρά τους ότι έχουν και εκεί­νες παρρησία. Διότι ο ορθός Λόγος για να είναι ορθός πρέπει να δια­σφαλίζει το θάρρος γνώμης του στόματος, αλλά και το θάρρος του αυ­τιού να ακούει. Να οργανώνει το διάλογο δημοκρατικά, να αποσκοπεί στην αναζήτηση νέων θέσεων, στον εμπλουτισμό παλαιότερων, στην υλο­ποίηση ό,τι καλύτερου προκύπτει από μελέτες και την έρευνα.

Νίκος Κοτζιάς
Πρόεδρος ΙΣΤΑΜΕ

Αναζήτηση Εργασίας

Εργασία από την Careerjet

Σας ευχαριστούμε για την επίσκεψή σας

 

Followers