25 Δεκεμβρίου 2012

Φέτος, τα Χριστούγεννα θυμίζουν Παπαδιαμάντη.

«Γραίες» που κρυώνουν και με δυσκολία εξασφαλίζουν ένα πιάτο φαΐ και οικογένειες που θα γιορτάσουν με δανεικά ξαναγίνονται πρόσωπα της καθημερινότητας. Η ολική επαναφορά των αφηγήσεων του μεγάλου Σκιαθίτη.

Η διαμάχη για το έργο του Παπαδιαμάντη και αποσπάσματα από το έργο του με αναφορά στα κοινωνικά θέματα
Ο Παπαδιαμάντης, αν και οι παλαιότεροι κριτικοί (Παλαμάς, Ξενόπουλος κ.ά.) θα εξυμνήσουν το έργο του, δεν θα τύχει της ίδιας αποδοχής από τους νεότερους.

Η σχολή των Κ.Θ. Δημαρά και Π. Μουλλά θα μειώσει την αξία του, καθώς θα θεωρήσει ότι πρόκειται για λαογραφικά ηθικά κείμενα χωρίς ιδιαίτερη λογοτεχνική αξία, ενώ του προσάπτει προχειρότητα και αναχρονιστικές τάσεις στη γλώσσα. Από την άλλη σκοπιά, οι αμύντορες της Ορθοδοξίας τον θεωρούν εκπρόσωπό τους, μη αναγνωρίζοντας καμία άλλη πτυχή στο έργο του.

Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη δίχασε επίσης την κριτική. Ο Κ. Χατζόπουλος και ο Α. Τερζάκης τη βρήκαν σχολαστική και προβληματική, ενώ τη θαύμασαν ο Τ. Αγρας, ο Ελύτης, ο Ζ. Λορεντζάτος κ.ά.
Νεότεροι μελετητές αλλά και συγγραφείς που τον αγαπούν έχουν αναδείξει πλείστες όσες όψεις του συγγραφέα.

Ανέδειξαν τον κοινωνικό Παπαδιαμάντη, αυτόν που στηλιτεύει :
την αδικία, τους πολιτικάντηδες, την παραδοσιακή θέση της γυναίκας που την «πουλάνε» μέσω του γάμου, είναι υπέρ του πολιτικού γάμου,

Τον χιουμορίστα Παπαδιαμάντη, με την ειρωνεία και τον σαρκασμό για να υποβάλλει σε οξύτατη κριτική πολλές καταστάσεις της εποχής,
Τον ερωτικό Παπαδιαμάντη, με τις ποιητικές, αισθησιακές εικόνες των αβάσταχτων ερώτων.
Τον ποιητή Παπαδιαμάντη, με τη μαγεία των λέξεων και των φράσεων που χρησιμοποιεί.
Εφέτος γιορτάζοντας τα 100 χρόνια από τον θάνατό ίσως έχουμε την ευκαιρία να δούμε τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη ολόπλευρα, να γοητευτούμε από τα κείμενά του, να τον τοποθετήσουμε ολόπλευρα στη λογοτεχνική εικόνα της χώρας μας.
Αποσπάσματα από το έργο του με αναφορά στα κοινωνικά θέματα :

«Η Μετανάστις»

Το πρώτο μυθιστόρημα του Παπαδιαμάντη που δημοσιεύτηκε στο «Νεολόγο» της Πόλης το 1879 – 1880. (Μέρος Πρώτον, Κεφάλαιον Α΄. Η Θεία μάστιξ). «Διότι προ της ενσκήψεως του δεινού, ο κληρικός ούτος έζει σχεδόν αφανής εν τη πόλει, και δεν ωμοίαζε προς τους σεβασμίους εκείνους ποιμενάρχας, οίτινες, αφού η φήμη των αρετών αυτών πληρώσει τας αιθούσας και τους θαλάμους εν καιρώ γαλήνης και ησυχίας, αποσύρονται κατά τας δυσχερείς περιστάσεις εις ευάερόν τι εξοχικόν μοναστήριον, ίνα προσευχηθώσιν εν σιγή υπέρ του ποιμνίου αυτών».

Και για τον πολιτικό γάμο έγραψε ο Παπαδιαμάντης στο διήγημα «Χωρίς στεφάνι» που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» στις 24 Μαρτίου το 1896, μια ριζοσπαστική θέση, όχι μόνο για εκείνη την εποχή. Γράφει, λοιπόν:

«Ήσαν ανδρόγυνον χωρίς στεφάνι.Χωρίς στεφάνι! Οπόσα τοιαύτα παραδείγματα!

Αλλά δεν πρόκειται να κοινωνιολογήσωμεν σήμερον. Ελλείψει όμως άλλης πρόνοιας, χριστιανικής και ηθικής, δια να είναι τουλάχιστον συνεπείς προς εαυτούς και λογικοί, οφείλουσι να ψηφίσωσι τον πολιτικόν γάμον».
Τους πολιτικούς και πολιτευτές περιποιείται ιδιαίτερα ο Παπαδιαμάντης στο μεγάλο διήγημά του (νουβέλλα) «Οι Χαλασοχώρηδες», που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» το 1892. Αυτό πρέπει να το διαβάσει ολόκληρο κανείς για να έχει πληρέστερη εικόνα της εποχής εκείνης, και να κάνει τη σύγκριση με τη σημερινή. Θα παραθέσουμε, όμως, μερικά αποσπάσματα.
«Αυτός, όσους ψήφους επήρε, τους είχεν αγοράσει ακριβά. Όλους πληρωμένους. Έναν εκλογέα δεν άφησε απλήρωτον».

«Κατά την πρώτην σύνοδον (της Βουλής), ο Γεροντιάδης εφρόντισε να διορίσει εις μικράς ή μεγάλας θέσεις όλους τους ανεψιούς του, επτά τον αριθμόν, καθώς και δύο εξαδέλφους του και τρεις δεύτερους εξαδέλφους του, ως και δύο κουμπάρους, και τον υιόν της κουμπάρας του και τον αδελφόν της υπηρέτριάς του, και άλλους».

«Εφθόνει δε και τον Μανόλην τον Πολύχρονον, όστις ήξευρε τον τρόπον, υποσχόμενος εις τον ένα διορισμόν, εις τον άλλον σύνταξιν, εις τον τρίτον αισίαν έκβασιν της δίκης, να ευρίσκει απλήρωτους εκλογείς».

«Δεν υπήρξε βοσκός, όστις να μη διωρίσθη τελωνοφύλαξ, ούτε αγρότης, όστις να μη προεχειρίσθη εις υγειονομοσταθμάρχην. Τότε είδομεν πρώτην φοράν κι εδώ εις την νήσον λιμενάρχην φουστανελλάν».

«Τώρα, ποίος προστάτης, ποίος πολιτευόμενος, ποίος βουλευτής είναι ιπποτικότερος; Εκείνος, όστις εκ του ιδίου ταμείου αγοράζει τας ψήφους των εκλογέων, ή εκείνος, όστις τας αγοράζει εκ του δημοσίου θησαυρού ;»

«Δια να επιθυμήσης τούτο, (να γίνεις βουλευτής) σημείωσε, πρέπει να είσαι χορτάτος. Η φιλοδοξία είναι η νόσος των χορτάτων, η λαιμαργία είναι των πεινασμένων το νόσημα».

Και για την αστυνομία έχει να πει δύο λόγια ο Παπαδιαμάντης. Στο διήγημα «Ο ξεπεσμένος δερβίσης», που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» την 18 Γενάρη 1896, παρουσιάζει έναν αστυνομικό να συμβουλεύει ένα νεώτερο συνάδελφό του, λέγοντας: «Όταν βλέπεις καυγά, να τρέχεις από το πλαγινό σοκάκι, να αργοπορείς, ως που να περάσει η φούρια, και τότε να παρουσιάζεσαι.

Και άλλην συμβουλήν του έδωκε.

Στον καυγά, πάντοτε να βλέπεις ποιος είναι δυνατότερος και να φυλάγεσαι. Να μαλώνεις τον πιο αδύνατο, να του τραβάς κι ένα χαστούκι, και να επαναφέρεις την τάξιν. Έτσι θα βγαίνεις λάδι».
Για τη διαγωγή της νεολαίας ο Παπαδιαμάντης στο διήγημα «Τα μαύρα κούτσουρα», που δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του, στο περιοδικό «Καλλιτέχνης» το 1912, γράφει: «…οι νέοι τούτου του καιρού άλλαξαν πλέον τα φερσίματά τους και τη διαγωγή τους. Όσοι μας έρχονται από τις Βλαχίες κι από άλλα μέρη, έμαθαν εκεί άλλα καμώματα, κι άλλους τρόπους, κι αυτά τα καμώματα τα μαθαίνουν και στους άλλους συνομηλίκους τους, τους εδώ. Τι τα θέλετε; Αυτό είναι πράμα που κολλάει σαν ψώρα. Μια ψιλή σκέπη, μια τσίπα, είναι όλη του ανθρώπου η ντροπή. Άμα πάει η τσίπα, πάει πλέον ηθική και γνώση». Το διαχρονικό παράπονο των μεγαλυτέρων από τους νεώτερους.
Και για την αγωγή των νέων από τους μεγαλύτερους λέει: «…φασκελωμένος από τον μικρόν τριετή υιόν του, τον οποίον ο προκομμένος θείος του εδίδασκεν επιμελώς, όπως και οι γονείς ακόμη πράττουν εις τα «κατώτερα στρώματα», πως να μουντζώνει, να βρίζει, να βλασφημεί και να κατεβάζει κάτω Σταυρούς, Παναγίες, κανδήλια, θυμιατά και κόλλυβα». («Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη» Χριστουγεννιάτικη «Ακρόπολη» του 1896).

Στο ίδιο διήγημα γράφει και για την ακρίβεια. «Εμένα η φαμίλια μου δουλεύει, εγώ δουλεύω, ο γιος μου δουλεύει, το κορίτσι πάει στη μοδίστρα. Και μ’ όλα αυτά, δεν μπορούμε ακόμα να βγάλουμε τα νοίκια της κυρα-Στρατίνας. Δουλεύουμε για την σπιτονοικοκυρά, δουλεύουμε για τον μπακάλη, για τον μανάβη, για τον τσαγκάρη, για τον έμπορο. Η κόρη θέλει το λούσο της, ο νέος θέλει το καφενείο του, το ρούχο του, το γλέντι του. Ύστερα, κάμε προκοπή».
Ο Παπαδιαμάντης έγραψε για πάρα πολλά ζητήματα που αφορούν την καθημερινή ζωή. Η σύγκριση των κοινωνικών συνθηκών της εποχής του Παπαδιαμάντη με τις σημερινές δείχνει πόσο επίκαιρο παραμένει το έργο του.

Αναζήτηση Εργασίας

Εργασία από την Careerjet

Σας ευχαριστούμε για την επίσκεψή σας

 

Followers