Είναι η επιμονή στη διατύπωση αυτού που θεωρείται ως αληθινό. Όπου το αληθινό, σύμφωνα και με την ινδική φιλοσοφία, είναι και δίκαιο. Δυστυχώς, στην ελληνική κοινωνία η παρρησία θεωρείται, ακόμα, ως ελάττωμα, αν όχι και αιτία εχθρότητας. Και αυτό συμβαίνει όχι μόνο στην κοινωνία εν γένει, αλλά ακόμα και μέσα σε θεσμούς που τυπικά είναι οργανισμοί συστράτευσης εθελοντών, όπως τα κόμματα και οι θεσμοί που συνδέονται με αυτά.
Τούτο, δε, συμβαίνει διότι, αφενός, υπάρχουν τα συμφέροντα που δεν επιθυμούν να λέγονται (σκληρές αλήθειες για το χαρακτήρα όσων προωθούν και. αφετέρου, διότι πολλοί που κατέχουν αποφασιστικές θέσεις θεωρούν ότι ο αγγελιοφόρος της σκληρής αλήθειας είναι υπεύθυνος για τα προβλήματα που αποκαλύπτονται μέσο» αυτής.
Ο αγγελιοφόρος, όμως, οφείλει να αναδείξει τα προβλήματα, τους κινδύνους, να πει με θάρρος την αλήθεια και να κάνει προτάσεις. Εξάλλου, η αλήθεια αποτελεί παραγωγική δύναμη, όσο αντιπαθητική και να είναι, όση σκληρότητα και αν εμπεριέχει. Αποτελεί το θεμέλιο κάθε έρευνας, ιδιαίτερα στις κοινωνικές επιστήμες. Ιδιαίτερα σε ένα Ινστιτούτο Μελετών, θα πρέπει η αναζήτηση της να είναι κεντρικός του στόχος.
Ο Περικλής, ενόψει του Πελοποννησιακού πολέμου, πήρε με θάρρος το λόγο στη συνέλευση του Δήμου των Αθηναίων Πολιτών και υπέδειξε τον πόλεμο αντί της ειρήνης. Ταυτόχρονα, υπογράμμισε ότι τον προτείνει όχι επειδή η νίκη θα ήταν σίγουρη, αλλά παρά τα ρίσκα ήττας, που με παρρησία ανέφερε και παραδέχτηκε την πιθανότητά της. Ο Περικλής, δηλαδή, διατύπωσε το τι θεωρούσε ως ορθό, χωρίς να κρύψει τα προβλήματα που θα προέκυπταν εάν οι Αθηναίοι υιοθετούσαν τις προτάσεις του.
Συνολικά, η λειτουργία της αθηναϊκής δημοκρατίας, τουλάχιστον στις καλύτερες στιγμές της, συνέδεε την αναζήτηση της αλήθειας με τη δημοκρατία και προσπαθούσε να δώσει χώρο και χρόνο σε εκείνους που είχαν διαφορετική γνώμη από το «ρεύμα» απόψεων που κυριαρχούσε. Διότι ο υποστηρικτής των απόψεων της πλειοψηφίας δεν χρειαζόταν να έχει παρρησία. Απλά στήριζε αυτά που ενθουσίαζαν το πλήθος και επαναλάμβανε αυτά που ήθελε το τελευταίο να ακούσει. Ο έχων διαφορετική γνώμη, εφόσον είχε επάρκεια επιχειρηματολογίας, ενδιέφερε περισσότερο. Ακόμα και αν οι γνώμες του δεν υιοθετούνταν, τουλάχιστον φώτιζαν κάποιες πλευρές των ζητημάτων που προέκυπταν με βάση τις επιλογές της «πλειοψηφίας».
Είναι φανερό ότι όποιος με παρρησία διατυπώνει τη γνώμη του το κάνει προκειμένου να κερδίσει η γνώμη του επιρροή. Δεν τον ενδιαφέρει η διασφάλιση του εαυτού του. αλλά η «προώθηση» της γνώμης του. Οι χειρότεροι αντίπαλοι μιας τέτοιας στάσης είναι, ασφαλώς, οι μη έχοντες οποιαδήποτε γνώμη και ακόμα εκείνοι που την έλλειψη γνώμης την ανοίγουν σε αυλικό προσόν.
Ο έχων παρρησία αναλαμβάνει και ρίσκα. Δεν τυχαίνει μόνο αναγνώρισης, αλλά μπορεί και να αποκλειστεί ως μη ευχάριστος από εκείνους που έχουν συνηθίσει να είναι ευχάριστοι ή επιθυμούν να έχουν γύρω τους ευχάριστους ανθρώπους. Η παρρησία είναι με άλλα λόγια, ή έπρεπε να είναι, συστατικό της Δημοκρατίας, όπως έχει ήδη αποδείξει με τα έργα του ο Ευριπίδης, εδώ και 24 αιώνες. Συστατικό της λειτουργίας όλων των θεσμών της δημοκρατίας και κατά συνέπεια και των κομμάτων καθώς και των ερευνητικών τους ινστιτούτων...
Το προηγούμενο απόσπασμα είναι μέρος του προλόγου που δημοσιεύτηκε στον τόμο :
«Διάλογοι με το ΙΣΤΑΜΕ»
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο. Αξίζει να το "μελετήσετε". Αποτελεί στοχαστικό διαμάντι τόσο για την τεκμηριωμένη αλήθεια που εμπεριέχει αλλά και για τα καμπανάκια που κρούει ένθεν κακείθεν.
Πολύς κόσμος έχει άλλη εντύπωση για το "ΙΣΤΑΜΕ" γιατί ίσως δεν έχει, ακόμη, βγει ανοικτά σαν Ινστιτούτο να συμπλεύσει με τις αγωνίες της κοινωνίας και να ζυμωθεί με τα πραγματικά φλέγοντα θέματα που την απασχολούν.
Κάποιοι δεν διέθεταν ποτέ παρρησία. Εμείς αναζητούμε τους "άλλους". Υπάρχουν γύρω μας παντού. Οι τωρινές συνθήκες είναι αυτές που αργά ή γρήγορα θα τους επιβάλλουν.
Κύκλος εκδηλώσεων Νοέμβριος 2008 – Μάιος 2009
Εκδοτικός Οίκος Α. Λιβάνη
Στόχοι στην προεδρία μου στο ΙΣΤΑΜΕ ήταν να αποκαταστήσω τη διοικητική του λειτουργία, να τακτοποιήσω τα φορολογικά του Ινστιτούτου, να συγκροτηθεί ένα νέο ΔΣ και να συσταθεί ένα Επιστημονικό Συμβούλιο που δεν υπήρχε όταν ανέλαβα πρόεδρος του Ιδρύματος. Να συμβάλω, ακόμα, στη συστράτευση (στο ΙΣΤΑΜΕ όλων των ανθρώπων καλής θέλησης που αναζητούν την αλήθεια, τη γνώση, μέσα από τις πιο διαφορετικές αντιλήψεις και εμπειρίες. Τη δημιουργία ομάδων μελετών και την προσέλκυση εθελοντών στην επιστημονική και πρακτική δραστηριότητα του ιδρύματος.. Να συμβάλω, επίσης, στο δέσιμο ανθρώπων διαφορετικών πολιτικών πεποιθήσεων, προερχόμενων από διαφορετικούς τομείς της κοινωνικής δράσης, επιστημόνων, διπλωματών, στρατιωτικών, καλλιτεχνών. Να συνδεθεί η πολιτική με την επιστήμη και όλα αυτά με τον πολιτισμό.
Στόχος των πιο πάνω επιλογών ήταν, ανάμεσα στα άλλα, να αξιοποιηθεί ο πλούτος της διαφορετικότητας στις μελέτες που εκπονούσε και εκδίδει το Ινστιτούτο. Στις διαλέξεις που οργάνωσε.
Στα σεμινάρια και στις συσκέψεις. Στα
Πίστευα και πιστεύω ότι θεμελιακό στοιχείο ενός ζωντανού πολιτικού - επιστημονικού ιδρύματος ήταν και είναι να παροτρύνει στην ανάπτυξη του διαλόγου ανάμεσα στις πιο διαφορετικές σχολές και απόψεις, αρκεί αυτές όλες να υπηρετούν τον πολίτη, την κοινωνία, τη χώρα, με τρόπο δημοκρατικό και διαθέτοντας επάρκεια ανεκτικότητας «προς το άλλο».
Πάντα πίστευα και εξακολουθώ να πιστεύω ότι η «Δημοκρατία» πρέπει να οργανώνεται. Σε αυτά τα πλαίσια, μετά από πρότασή μου και με τον εμπλουτισμό της πρότασης από τα μέλη του ΔΣ του ΙΣΤΑΜΕ, καταλήξαμε να καθιερώσουμε στο έτος 2008-2009 την πρώτη Τετάρτη κάθε μήνα.
Στόχος να δώσουμε τη δυνατότητα να εκφραστούν οργανωμένα από το ΙΣΤΑΜΕ διαφορετικές απόψεις, ακόμα και εντελώς αντίθετες ως προς μια θεματική που θεωρήσαμε ότι είναι σημαντική για την προοδευτική σκέψη στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα, να γνωρίζουν οι φίλοι του Ιδρύματος καθώς και όλοι οι ενδιαφερόμενοι εκ των προτέρων πού και πότε οργανώνονταν αυτοί οι διάλογοι. Στα πλαίσια των τελευταίων, πραγματοποιήθηκαν οι εισηγήσεις που παρουσιάζονται στη συνέχεια του παρόντος τόμου. Επί των εισηγήσεων διεξήχθη κατά κανόνα πολύωρες συζητήσεις που δυστυχώς ο χώρος ενός τόμου δεν μας επιτρέπει να τις αναπαραγάγουμε.
Αρχικά είχα σκοπό να διατυπώσω σε αυτό το προλογικό σημείωμα τις σκέψεις μου πάνω στις ειδικές θεματικές που ακολουθούν στον τόμο. Τελικά προτίμησα να διατυπώσω προλογικά ορισμένες πιο γενικές σκέψεις μου για την ανάγκη ελεύθερης έκφρασης γνώμης, της υποστήριξης της γνώμης που διατυπώνεται θαρραλέα, της σχέσης ανάμεσα στην εξουσία και στις νέες ιδέες καθώς και έναντι όσων τις αναζητούν.
Ποιο είναι το καθήκον των ανθρώπων της πνευματικής εργασίας, όπως εκείνων όσων δραστηριοποιήθηκαν και δραστηριοποιούνται στο ΙΣΤΑΜΕ στις σημερινές δύσκολες συνθήκες ως προς την παραγωγή ιδεών ; Κατά τη γνώμη μου. να τις οργανώσουν και να είναι αποτελεσματική και δημοκρατική μια τέτοια οργάνωση. Προϋπόθεση για κάτι τέτοιο είναι, πρώτον, να διασφαλιστεί η δυνατότητα ελεύθερης έκφρασης γνώμης όλων. Δικαίωμα, όμως, ανεπαρκές. Σε αυτό να προστεθεί το δικαίωμα και η υποχρέωση του θάρρους γνώμης. Της παρρησίας. Πρόκειται για μια στάση ζωής που αποτέλεσε θεμέλιο στην αθηναϊκή δημοκρατία και του κινήματος του διαφωτισμού.
Άλλο ελευθερία γνώμης και άλλο η ελεύθερη έκφρασή της.
Όλα τα συντάγματα ελεύθερης διατύπωσης από κάθε πολίτη της γνώμης του, αρκεί αυτή η γνώμη να μην οδηγεί στην υπόσκαψη των βάσεων επί των οποίων θεμελιώνεται αυτό το ίδιο το δικαίωμα. Κατά τη γνώμη μου, αυτό το δικαίωμα εμπεριέχει στοιχεία παθητικότητας: «δικαιούμαι γνώμης», αφού αποτελεί ένα εν δυνάμει δικαίωμα και όχι η πραγμάτωσή του. Δεν αποτελεί, δηλαδή, υποχρέωση. Αν θέλω, του κάνω χρήση, αν όχι, δεν του κάνω. Μπορώ να διατυπώσω γνώμη, διότι δεν υπάρχει κανένας κατασταλτικός μηχανισμός παρέμβασης κατά την εκφορά της. Δεν οφείλω να το κάνω.
Παρόλο που δεν υπάρχει κάποιος ορατός χωροφύλακας καταστολής της γνώμης ενός πολίτη σε συνθήκες κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, δεν είναι λίγες οι φορές που ένας πολίτης έχει αναστολές να εκφέρει τη γνώμη του και μάλιστα δημόσια. Αυτό μπορεί να συμβεί ακόμα και σε ένα ινστιτούτο όπως είναι το ΙΣΤΑΜΕ και θα αποτελεί πρόγραμμα αποτυχίας του. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι το γιατί μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο και γιατί πράγματι συμβαίνει αυτό; Νομίζω μια ενδιαφέρουσα απάντηση έδωσε ο Φουκώ. Ο μεγάλος Γάλλος φιλόσοφος έδειξε ότι δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις στις οποίες οι άνθρωποι έχουν «εγκαταστήσει έναν χωροφύλακα στον εγκέφαλό» τους και ο οποίος τους αυτολογοκρίνει.
Ποιες δυνάμεις εγκαθιστούν μια τέτοια δύναμη αποτροπής στο μυαλό των ανθρώπων; Νομίζω ότι είναι η αίσθηση ότι μπορεί η έκφραση μιας γνώμης να τιμωρηθεί. Είτε γιατί δεν γίνεται κατανοητή (και για αυτό μπορεί κάποιοι να την περιγελούν), είτε διότι ενοχλεί. Δηλαδή, ότι ο πολίτης νιώθει ότι βρίσκεται ενώπιον ενός κινδύνου να υποστεί τιμωρία εξαιτίας του περιεχομένου της εκφερόμενης γνώμης. Τέτοια τιμωρία θα ήταν η απώλεια εργασίας, φιλίας, κύρους, αναγνώρισης από την παρέα ή τον «προϊστάμενο». Για αυτό πολλοί πολίτες αποφεύγουν να διατυπώσουν δημόσια τη γνώμη τους για ό,τι θεωρούν αληθινό και ορθό. Με άλλα λόγια, ο «μέσος πολίτης» τείνει σε αυτοπεριορισμό ως προς την άσκηση του δικαιώματος στην ελευθερία της γνώμης.
Ισηγορία και παρρησία: η ιστορία διδάσκει.
Το δικαίωμα έκφρασης γνώμης στην αθηναϊκή δημοκρατία ήταν ένα δικαίωμα ίσο για όλους, η ισηγορία. Αντίθετα, η προτροπή και το θάρρος έκφρασης γνώμης, η παρρησία, απαιτούσε ειδικά χαρακτηριστικά. Χαρακτηριστικά που συστηματικά θελήσαμε να αναπτύξουμε στο ΙΣΤΑΜΕ, στους διαλόγους και στις αναζητήσεις μας. Μπορεί στη σημερινή ελληνική δημοκρατία να έχει καταχωρηθεί το δικαίωμα στην ισηγορία (ίσο δικαίωμα στη γνώμη, βέβαια με πολλαπλές παραβιάσεις, ιδιαίτερα ως προς την ισχύ των ΜΜΕ), αλλά αυτό για το οποίο δεν φροντίζει η πολιτεία και το εκπαιδευτικό σύστημα, ακόμα και τα ΑΕΙ και τα ερευνητικά κέντρα που τείνουν να γραφειοκρατικοποιηθούν, είναι η διασφάλιση της παρρησίας των πολιτών.
Η παρρησία ως το δικαίωμα και η προτροπή έκφρασης γνώμης και πάλης για αυτή. Ως η άρνηση των αυλοκολάκων. Ως μια συνθήκη εντός της οποίας οι πολίτες δεν επιδιώκουν να είναι ευχάριστοι και μόνο. Αντίθετα, επιθυμούν να υπηρετούν τα μακρόχρονα συμφέροντα ενός θεσμού, ενός Ινστιτούτου της πολιτείας, του δημοκρατικού συστήματος και την επιτυχία των ηγετών της χώρας.
Η παρρησία δεν είναι απλά η ελεύθερη έκφραση γνώμης. Αλλά η έκφραση αυτού που ο κάθε υπεύθυνος πολίτης θεωρεί ως ορθό, απαραίτητο να ειπωθεί και χρήσιμο για το μέλλον του ενός ή του άλλου θεσμού, αν όχι όλης της χώρας. Είναι η επιμονή στη διατύπωση αυτού που θεωρείται ως αληθινό. Όπου το αληθινό, σύμφωνα και με την ινδική φιλοσοφία, είναι και δίκαιο. Δυστυχώς, στην ελληνική κοινωνία η παρρησία θεωρείται, ακόμα, ως ελάττωμα, αν όχι και αιτία εχθρότητας. Και αυτό συμβαίνει όχι μόνο στην κοινωνία εν γένει, αλλά ακόμα και μέσα σε θεσμούς που τυπικά είναι οργανισμοί συστράτευσης εθελοντών, όπως τα κόμματα και οι θεσμοί που συνδέονται με αυτά. Τούτο, δε, συμβαίνει διότι, αφενός, υπάρχουν τα συμφέροντα που δεν επιθυμούν να λέγονται (σκληρές αλήθειες για το χαρακτήρα όσων προωθούν και. αφετέρου, διότι πολλοί που κατέχουν αποφασιστικές θέσεις θεωρούν ότι ο αγγελιοφόρος της σκληρής αλήθειας είναι υπεύθυνος για τα προβλήματα που αποκαλύπτονται μέσο» αυτής.
Ο αγγελιοφόρος, όμως, οφείλει να αναδείξει τα προβλήματα, τους κινδύνους, να πει με θάρρος την αλήθεια και να κάνει προτάσεις. Εξάλλου, η αλήθεια αποτελεί παραγωγική δύναμη, όσο αντιπαθητική και να είναι, όση σκληρότητα και αν εμπεριέχει. Αποτελεί το θεμέλιο κάθε έρευνας, ιδιαίτερα στις κοινωνικές επιστήμες. Ιδιαίτερα σε ένα Ινστιτούτο Μελετών, θα πρέπει η αναζήτηση της να είναι κεντρικός του στόχος.
Ο Περικλής, ενόψει του Πελοποννησιακού πολέμου, πήρε με θάρρος το λόγο στη συνέλευση του Δήμου των Αθηναίων Πολιτών και υπέδειξε τον πόλεμο αντί της ειρήνης. Ταυτόχρονα, υπογράμμισε ότι τον προτείνει όχι επειδή η νίκη θα ήταν σίγουρη, αλλά παρά τα ρίσκα ήττας, που με παρρησία ανέφερε και παραδέχτηκε την πιθανότητά της. Ο Περικλής, δηλαδή, διατύπωσε το τι θεωρούσε ως ορθό, χωρίς να κρύψει τα προβλήματα που θα προέκυπταν εάν οι Αθηναίοι υιοθετούσαν τις προτάσεις του.
Συνολικά, η λειτουργία της αθηναϊκής δημοκρατίας, τουλάχιστον στις καλύτερες στιγμές της, συνέδεε την αναζήτηση της αλήθειας με τη δημοκρατία και προσπαθούσε να δώσει χώρο και χρόνο σε εκείνους που είχαν διαφορετική γνώμη από το «ρεύμα» απόψεων που κυριαρχούσε. Διότι ο υποστηρικτής των απόψεων της πλειοψηφίας δεν χρειαζόταν να έχει παρρησία. Απλά στήριζε αυτά που ενθουσίαζαν το πλήθος και επαναλάμβανε αυτά που ήθελε το τελευταίο να ακούσει. Ο έχων διαφορετική γνώμη, εφόσον είχε επάρκεια επιχειρηματολογίας, ενδιέφερε περισσότερο. Ακόμα και αν οι γνώμες του δεν υιοθετούνταν, τουλάχιστον φώτιζαν κάποιες πλευρές των ζητημάτων που προέκυπταν με βάση τις επιλογές της «πλειοψηφίας».
Είναι φανερό ότι όποιος με παρρησία διατυπώνει τη γνώμη του το κάνει προκειμένου να κερδίσει η γνώμη του επιρροή. Δεν τον ενδιαφέρει η διασφάλιση του εαυτού του. αλλά η «προώθηση» της γνώμης του. Οι χειρότεροι αντίπαλοι μιας τέτοιας στάσης είναι, ασφαλώς, οι μη έχοντες οποιαδήποτε γνώμη και ακόμα εκείνοι που την έλλειψη γνώμης την ανοίγουν σε αυλικό προσόν. Ο έχων παρρησία αναλαμβάνει και ρίσκα. Δεν τυχαίνει μόνο αναγνώρισης, αλλά μπορεί και να αποκλειστεί ως μη ευχάριστος από εκείνους που έχουν συνηθίσει να είναι ευχάριστοι ή επιθυμούν να έχουν γύρω τους ευχάριστους ανθρώπους. Η παρρησία είναι με άλλα λόγια, ή έπρεπε να είναι, συστατικό της Δημοκρατίας, όπως έχει ήδη αποδείξει με τα έργα του ο Ευριπίδης, εδώ και 24 αιώνες. Συστατικό της λειτουργίας όλων των θεσμών της δημοκρατίας και κατά συνέπεια και των κομμάτων καθώς και των ερευνητικών τους ινστιτούτων.
Το θάρρος της γνώμης έναντι τον ηγεμόνα και η παρρησία τον τελευταίου
Η διαμάχη του Πλάτωνα όταν μετάβηκε στη Σικελία προκείμενου να εργαστεί ως δάσκαλος του Δίου, όσο και τα γραπτά μεγάλων Κινέζων σοφών που εργάζονταν στη δημόσια διοίκηση, καθώς, επίσης, οι συμβουλές του Μακιαβέλλι προς τον Πρίγκιπα, όλα αυτά έδειξαν ότι η παρρησία είναι απαραίτητη τόσο ως προς τον Δήμο της κοινωνίας, αλλά και ως προς τον κάθε φορά ηγεμόνα, είτε αναφέρεται κανείς σε θέση ενός θεσμού στο σύστημα, είτε προσώπων εντός αυτών των θεσμών.
Απαραίτητη και όταν αποσκοπεί στη διατύπωση, όπως έδειξε ο Πλούταρχος, της όποιας σκληρής αλήθειας προς την ψυχή του ηγεμόνα. Στο ξεβόλευμά του. Στην αποτροπή απώλειας χρόνου. Στην άρνηση της επιλογής μιας ευχάριστης διαδρομής που οδηγεί το πολιτικό σύστημα και άλλους θεσμούς στην καταστροφή. Και αυτό παρόλο που μια τέτοια παρρησία αποτελεί ψυχικό βάρος τόσο και για εκείνον που τη διατυπώνει, όσο και για εκείνον που οφείλει να την ακούσει και να τη λάβει υπόψη του. Ο Ιμμάνουελ Καντ υπογράμμιζε ότι ο άνθρωπος οφείλει να σπάει τα ίδια του τα δεσμά που τον οδηγούν στην οκνηρία της μη αναζήτησης της αλήθειας. Ιδιαίτερα, μάλιστα, όταν αυτό ήταν αποτέλεσμα φόβου έναντι της αλήθειας. Αυτό σημαίνει, τόνιζε ο μεγάλος Γερμανός φιλόσοφος του διαφωτισμού, ότι ο άνθρωπος οφείλει να υπερβαίνει την εσωτερική του τάση να βολεύεται.
Την τάση να λειτουργεί ως στρουθοκάμηλος που δεν θέλει να αντικρίζει τα πραγματικά προβλήματα, ιδιαίτερα όταν αυτά είναι πολλά και στενόχωρα. Πρόκειται για μια τάση που μπορεί συχνά να καταλάβει το νου και την ψυχή τόσο απλών ερευνητών σε ένα Ινστιτούτο, όσο και επιχειρηματιών, καθώς και πολιτικών, όπως έδειξε και ι] περίπτωση του Κ. Καραμανλή, αλλά και η συμπεριφορά πολλών άλλων πρωθυπουργών της χώρας, ιδιαίτερα κατά τη δεύτερη θητεία τους. Η παρρησία για τον πολιτικό, σε αυτή την περίπτωση, σημαίνει να λέει την αλήθεια στον εαυτό του. Να μην την κρύβει στη φυλακή των ενοχών του. Να διαθέτουν τόσο ο έχων το θάρρος της γνώμης πολίτης, όσο και ο πολιτικός παρρησία.
Τον κοινό νου και τη δυνατότητα εντοπισμού και κατανόησης της αλήθειας. Να διαθέτουν στέρεη ηθική συνείδηση και τη δυνατότητα να κρίνουν κριτικά γεγονότα και πράξεις. Το κάλλιστο είναι να διαθέτουν σε έναν θεσμό όλοι την ικανότητα παρρησίας, αλλά να μην είναι απαραίτητη, διότι σε αυτό το θεσμό η έκφραση και της πιο δύσκολης, περίεργης και αυστηρής γνώμης θεωρείται αυτονόητο καθήκον, δικαίωμα και υποχρέωση.
Πιστεύω ότι είναι προς το συμφέρον κάθε θεσμού, κάθε επιχειρηματία και πριν από όλα εκείνου του πολιτικού που είναι σημαντικός σε έναν χώρο να διαθέτει ανθρώπους γύρω του με παρρησία. Είναι προς το συμφέρον της κοινωνίας να διαθέτει ηγέτες και διανοούμενους οι οποίοι, αντί να τρέχουν πίσω από πλουσιοπάροχα προγράμματα, διαθέτουν κριτική σκέψη πάνω στα μεγάλα προβλήματα της κοινωνίας.
Σε τελευταία ανάλυση, το θάρρος της γνώμης, η παρρησία, όπως και η ίδια η αλήθεια, όταν ορθά αξιοποιούνται και ασκούνται, αποτελούν πλούτο και παραγωγική δύναμη για την ίδια την κοινωνία. Αποτελούν τον πυρήνα της «αδελφικής σχέσης» ανάμεσα στο Διαφωτισμό και την Κριτική. Προκειμένου να γίνει ο κόσμος καλύτερος, χρειάζεται να φωτίζει κανείς τις αδυναμίες αυτού του κόσμου και να προτείνει τρόπους δημιουργικής υπέρβασής τους. Να διαφωτίζει με παρρησία κριτικά το σημερινό γίγνεσθαι και να προτείνει το άνοιγμα του στο μέλλον.
Η ουσία του Διαφωτισμού είναι η Κριτική. Η κριτική που διαφωτίζει. Και αν είναι ήδη κέρδος για μια κοινωνία να υπάρχουν άνθρωποι που ασκούν, ακούνε και διατυπώνουν μια τέτοια κριτική, ακόμα μεγαλύτερο κέρδος είναι αν ένας ολόκληρος θεσμός, όπως είναι το ΙΣΤΑΜΕ, λειτουργεί και παράγει με κριτικό τρόπο θέσεις που διαφωτίζουν κριτική την κοινωνία. Που τη διευκολύνουν να υπερβεί τις αδυναμίες της και την ενεργητική προώθηση δημοκρατικών εναλλακτικών προς το σήμερα λύσεων.
Είναι ο κριτικός λόγος κάτι το ασήμαντο;
Ο κριτικός διαφωτισμός πίστευε στη δύναμη των λόγων. Στη δύναμη της σαφήνειας. Της θέλησης ανάδειξης των καλών πλευρών του ανθρώπου και όχι του σκοταδιού, του εύκολου και επιφανειακού. Ο Κ. Μαρξ ανέδειξε την κριτική του υπάρχοντος σε θεμελιακό εργαλείο για ένα καλύτερο αύριο. Από την πλευρά του. πάλι, ο Καντ είναι αυτός που συνέδεσε το λόγο του διαφωτισμού με την κριτική. Τότε η Πρωσία, όπου ζούσε, λόγω των εκσυγχρονιστικών της αλλαγών, είχε ανάγκη από νέες ιδέες, νεωτερισμούς και δημιουργικό πνεύμα. Αυτά όλα η εξουσία ήθελε έστω και περιορισμένα να τα επιτρέψει. Δεν αποδεχόταν, όμως, φωνές που θα αμφισβητούσαν τον πυρήνα της εξουσίας, τη Μοναρχία.
Η κριτική, δηλαδή, έπρεπε να φτάνει μέχρι τον προθάλαμο της Αυλής και να παραμένει εκεί. Η κριτική που προσπαθούσε να ξεπεράσει τον αυλόγυρο αντιμετωπιζόταν με την αποσιώπηση. Με υποτιμητικές συμπεριφορές.
Σχολιάζοντας ο Ι. Καντ αυτή τη διττή στάση της εξουσίας απέναντι στον κριτικό Λόγο, (το έργο του για την «Αιώνια Ειρήνη», αναρωτιέται ειρωνικά, απευθυνόμενος στον Πρώσο Μονάρχη, για ποιο λόγο, αφού τα λόγια του δημόσιου κριτικού διανοούμενου δεν αξίζουν ούτε μια δεκάρα, γιατί τότε δεν αφήνουν τον Κριτικό στην ησυχία του να λέει απερίσπαστα αυτά που λέει, τα ανάξια και άνευ σημασίας. Αναρωτιέται, δε, ότι, αφού αυτά όλα όσα λέγονται είναι ανάξια απάντησης, για ποιο λόγο ί) εξουσία καταναλώνει τόσα «πολλά πυρομαχικά» προκειμένου να κάνει τον Κριτικό να σκοπήσει:
Υπάρχει κίνδυνος από τον άχρηστο λόγο;
Η απάντηση στα πιο πάνω ερωτήματα είναι απλή. Ο δημόσιος κριτικός Λόγος, εφόσον είναι πειστικός και τεκμηριωμένος, είναι πάντα επικίνδυνος για την Εξουσία που είναι ανακόλουθη καθώς και έναντι δυνάμεων αδράνειας και στασιμότητας. Και αυτό διότι ο κριτικός Λόγος με ουσία αποτελεί υλική δύναμη. Η κριτική του λόγου μπορεί να τσακίσει την κριτική των όπλων, της καταπίεσης, της εξαγοράς και της αποσιώπησης, αρκεί να βρει δρόμους και τρόπους να φτάσει στο ευρύτερο κοινό. Για αυτό κάθε εξουσία που δεν παραμένει στις συμφωνίες της επιδιώκει να βρει τρόπους να τιθασεύσει τον κριτικό Λόγο και τους φορείς του. Να τους ενσωματώσει με υλικές εξαγορές. Να τους μετατρέψει σε φερέφωνα της. Σε «μπιστόλια». Να τους οδηγήσει στον ξεπεσμό της γκρίνιας και του μικρού.
Ο κριτικός δημόσιος διανοούμενος, όπως και ένα δημιουργικό ίδρυμα, δεν επιδιώκει απλά να θίξει τα κακώς κείμενα. Δεν μεμψιμοιρεί προκειμένου να προσελκύσει το ενδιαφέρον τρίτων. Δεν υποκύπτει στην ευκολία της κριτικής για την κριτική. Αντίθετα, επιδιώκει να βγάλει όλες τις καλές πλευρές των συνομιλητών του, πραγματικών ή φανταστικών. Να ανακαλύψει τις θετικές πλευρές των ανθρώπων με τους οποίους συνεργάζεται, ίσως καμιά φορά και με μια δόση υπερβολής. Αντίθετα, δεν ψάχνει να ανακαλύψει το κακό στους ανθρώπους, το φτηνό, το ποταπό. Επιδιώκει να δώσει κριτική αισιοδοξία στην κοινωνία. Κριτική με την έννοια ότι δεν «πουλά αέρα κοπανιστό» προκειμένου να είναι αρεστός σε εξουσία και εξουσιαστές, αλλά που στηρίζεται σε νέες σκέψεις, σε καινούριες κριτικές προτάσεις. Θέλει να αλλάξει το υπάρχον και για αυτό του κάνει κριτική. Θέλει να το υπερβεί, όχι, όμως, για να το διαλύσει σε νεφελώματα λόγου, σε κακής ποιότητας επιχειρήματα. Αλλά για να ανοίξει δρόμο. Να συμβάλει στην απελευθέρωση της κοινωνίας από τα δεσμά που την έχουν τυλίξει, ακόμα και αν νομίζει ότι προσωρινά τη βολεύουν. Και όλα αυτά τα κάνει, οφείλει να τα κάνει, με παρρησία. Σε αυτή την ανάγκη στρατεύτηκαν «οι Διάλογοι» του ΙΣΤΑΜΕ και σχεδιάζαμε για το 2010 μια νέα σειρά ανοικτών εκδηλώσεων με στόχο την προβολή προτάσεων σε κομβικές θεματικές της ελληνικής κοινωνίας. Ο τίτλος μιας τέτοιας σειράς, πιθανόν πάλι ως «η συζήτηση κάθε πρώτης Τετάρτης του μήνα», θα ήταν «Θέσεις».
Η εξουσία να ακούει και να μη φοβάται την κριτική
Η κριτική έχει τη δύναμη και την ικανότητα να εντοπίζει τις αδυναμίες του υπάρχοντος και να διαφωτίζει για τις δυνατότητες υπέρβασης του. Να απελευθερώνει συνειδήσεις, καταστάσεις, θεσμούς και σχέσεις από δεσμά και να διευκολύνει την πραγμάτωση αλλαγών και μιας πιο δίκαιης κοινωνίας. Η κριτική μέσα από το «Διάλογο πρέπει να οδηγεί σε «θέσεις».
Το ερώτημα είναι ποιος φοβάται την κριτική και αν αυτό είναι δικαιολογημένο. Κατά τη γνώμη μου, την καλώς εννοούμενη κριτική τη φοβόμαστε κατά κάποιο τρόπο όλοι μας. Φοβόμαστε να ανακαλύπτουν τρίτοι τις αδύναμες πλευρές μας και μαζί με (χυτούς να ανακαλύπτουμε και εμείς περισσότερες από εκείνες που γνωρίζουμε. Την κριτική τη φοβάται, ο λόγος γίνεται πάντα για τη δίκαιη κριτική, ασφαλώς περισσότερο εκείνος που είναι συντηρητικός στη νοοτροπία και άδικος στην πράξη. Που δεν επιθυμεί αλλαγές.
Ο φόβος της κριτικής που γίνεται μέσα από το διάλογο είναι υπαρκτός. Αλλά ακόμα πιο πραγματική είναι η χρησιμότητα της. Με την κριτική μπορεί κανείς να προλάβει τα «χειρότερα». Να κάνει έγκαιρες διορθώσεις στα κακώς κείμενα. Να βοηθηθεί να ανοίξει δρόμους στο μέλλον όσο το δυνατό πιο σύντομα και αποτελεσματικά. Για αυτό ο κάθε άνθρωπος, και πριν από όλα οι κάτοχοι εξουσίας, θα πρέπει να μάθουν και να συνηθίσουν να ακούνε κριτικές. Να τις ακούνε όσο η δυνατότητα αλλαγών είναι στο δικό τους χέρι. Διότι, όταν δεν τις ακούσουν στον κατάλληλο χρόνο, τότε, όταν θα τους επιβληθεί ως γενική θέληση της κοινωνίας, θα είναι αργά να αντιδράσουν. Για όποιον αμφιβάλλει δεν έχει παρά να ζητήσει μισής (5ρα ιδιαίτερο μάθημα από τον πρώην πρωθυπουργό της χώρας.
Τρία είδη κριτικής
Στη ζωή υπάρχουν τρία είδη κριτικής:
Ο υπερβολικά «καλός λόγος» των αυλικών και των συστημάτων. Η «κριτική υμνολογία», η οποία εκφέρεται συνεχώς. Η εξουσία και οι εξουσιάζοντες δεν χρειάζεται να κοπιάσουν προκειμένου να έχουν πρόσβαση σε αυτή και να την ακούνε. Ο λόγος αυτός δεν βοηθά. Δεν χρειάζεται «Διάλογο» για να προκύψει, ούτε οδηγεί σε «θέσεις». Είναι αντιπαραγωγικός. Αποπροσανατολίζει. Σε στιγμές, μάλιστα, δυσκολίας, οι αυλοκόλακες την κάνουν. Είτε ως τα ποντίκια που εγκαταλείπουν το πλοίο που βυθίζεται, είτε ως πριονιστές των κλαδιών επί των οποίων κάθεται ο «υμνούμενος».
Η δεύτερη κριτική είναι η «κακή κριτική». Η μοχθηρή. Αυτή που λέγεται στα παρασκήνια. Αυτή αποφεύγει το «Διάλογο», κινείται στις σκοτεινές περιοχές της σκιάς του. Συνήθως υμνεί την εξουσία «κατά πρόσωπο» και την υβρίζει στην πλάτη. Πρόκειται, εξάλλου, για την ίδια τη λογική που κυριαρχεί στην αυλή της εξουσίας. Οι εξουσιαστές θα την ακούσουν αυτή την κριτική, έστω και αν αυτό γίνει πιο καθυστερημένα από την πρώτη. Όλο και κάποιος θα τους τη μεταφέρει, έστω και με παραποιήσεις, έστω προκειμένου να «θάψει» τον εκφέροντα μια τέτοια κριτική.
Τέλος, υπάρχει ο κριτικός Λόγος. Αυτός που δεν θέλει ούτε να κολακέψει, ούτε να υβρίσει, αυτόν που θέλησε να οργανώσει το ΙΣΤΑΜΕ με τους παρόντες «Διαλόγους». Είναι ο κριτικός λόγος που επιδιώκει να συμβάλει σε μια νέα αρχή. Στη διόρθωση των κακώς κειμένων και να προλάβει λάθη. Που θέλει να αναζητήσει νέες θέσεις ή να εμπλουτίσει υπάρχουσες. Αυτή είναι η κριτική που έχει ανάγκη για να πετύχει η εξουσία, αλλά αυτή είναι που δεν αντέχει να ακούει μια μέσου όρου εξουσία.
Οι πιο πετυχημένες εξουσίες στην ιστορία της ανθρωπότητας είναι εκείνες οι οποίες όχι μόνο άντεχαν τη δημιουργική δημόσια κριτική, αλλά και την επιζητούσαν, δείχνοντας από την πλευρά τους ότι έχουν και εκείνες παρρησία. Διότι ο ορθός Λόγος για να είναι ορθός πρέπει να διασφαλίζει το θάρρος γνώμης του στόματος, αλλά και το θάρρος του αυτιού να ακούει. Να οργανώνει το διάλογο δημοκρατικά, να αποσκοπεί στην αναζήτηση νέων θέσεων, στον εμπλουτισμό παλαιότερων, στην υλοποίηση ό,τι καλύτερου προκύπτει από μελέτες και την έρευνα.
Πρόεδρος ΙΣΤΑΜΕ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου