Ταυτόχρονα, σύμφωνα με την έκθεση, η Ελλάδα αντιμετωπίζει μια σειρά προβλημάτων τα οποία οδηγούν στην υποχώρηση της ανταγωνιστικότητάς της. Αυτά αφορούν στη διαφθορά, στην ελλιπή εμπιστοσύνη στους πολιτικούς, στα «ρουσφέτια», στην κατασπατάληση του δημόσιου χρήματος, στην κακή ποιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος, στις ανελαστικές εργασιακές σχέσεις, στον μεγάλο αριθμό διαδικασιών για την έναρξη μιας επιχείρησης, στη μη επένδυση στην έρευνα και ανάπτυξη (R&D) κ.ά.
Η πτώση αυτή έρχεται ως αποτέλεσμα της ανοδικής αναθεώρησης του ελλείμματος στα επίπεδα του 13,6% του ΑΕΠ, αλλά και της κρίσης χρέους που διανύει η χώρα. Μάλιστα, το ελληνικό έλλειμμα είναι το δεύτερο μεγαλύτερο στο σύνολο των 139 χωρών, με το πρώτο να είναι αυτό της Ισλανδίας, που βρίσκεται στην 31η θέση βάσει των δεικτών ανταγωνιστικότητας.
Ετσι, η ελληνική οικονομία είναι λιγότερο ανταγωνιστική από αυτές της Μαλαισίας (26η θέση), της Ταϊλάνδης (38η θέση), της Τουρκίας (61η θέση), της Μποτσουάνα (76η θέση), της Γουατεμάλας (78η θέση) και της Ρουάντα (80ή θέση), ενώ είναι η τελευταία μεταξύ των 27 χωρών-μελών της Ευρώπης.
Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της έκθεσης, ο αρμόδιος κοινοτικός επίτροπος για θέματα Ανταγωνισμού, κ. Χοακίν Αλμούνια, αναφέρθηκε ειδικά στην Ελλάδα. Ο ίδιος απέδωσε τη «μελαγχολική απόδοση» της ελληνικής οικονομίας στη «σοβαρή επιδείνωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος», αλλά και στους «ιδιαιτέρως φτωχούς οργανισμούς και στη χαμηλή αποτελεσματικότητα της αγοράς».
Αξίζει να σημειωθεί ότι το WEF στην έκθεσή του υποστηρίζει πως σε ιδιαίτερες περιπτώσεις, όπως αυτή που διανύει η Ελλάδα, η δημοσιονομική προσαρμογή θα πρέπει να συνδυαστεί με την προώθηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στο άμεσο μέλλον, έτσι ώστε να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα. Σε διαφορετική περίπτωση, δεν θα μπορέσει να ανακάμψει γρήγορα η οικονομία.
Εκτός από τη γενικότερη αρνητική εικόνα της Ελλάδας σε ό,τι αφορά την κατάταξή της, το WEF καταγράφει και τη θέση του συνόλου των 139 χωρών σε διάφορους επιμέρους δείκτες. Η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις σε αρκετούς από αυτούς τους δείκτες, γεγονός το οποίο αναδεικνύει ότι τα επίπεδα ανταγωνιστικότητας δεν εξαρτώνται μόνον από τη συγκράτηση των τιμών στην αγορά και τις μειώσεις στους μισθούς. Σε μεγάλο βαθμό, εξαρτώνται και από την ποιότητα των θεσμών ενός κράτους, αλλά και την κατάσταση της κοινωνίας (υγεία, παιδεία κ.λπ.).
Ενδεικτικό είναι ότι η Ελλάδα καταλαμβάνει την 128η θέση από το σύνολο των 139 χωρών σε ό,τι αφορά την κατασπατάληση του δημόσιου χρήματος. Στην 105η θέση βρίσκεται στον δείκτη που μετράει τις προνομιακές σχέσεις με κυβερνητικά στελέχη (τα γνωστά ρουσφέτια), την 93η σε ό,τι αφορά την εμπιστοσύνη στους πολιτικούς, την 89η θέση στις δωροδοκίες (φακελάκια) και την 123η θέση αναφορικά με την προστασία που έχουν οι επενδυτές.
Στον δείκτη υγείας και πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης η Ελλάδα βρίσκεται στην 40ή θέση. Ωστόσο, σε ό,τι έχει να κάνει με την ποιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος για την ανώτατη εκπαίδευση, καταλαμβάνει την 118η θέση.
Σχεδόν στο τέλος του σχετικού πίνακα βρίσκεται η Ελλάδα σχετικά με τον αριθμό των διαδικασιών για την έναρξη μιας επιχείρησης. Καταλαμβάνει την 128η θέση και καθιστά απαραίτητη όσο ποτέ την άμεση προώθηση του νομοσχεδίου για την απλοποίηση των διαδικασιών ίδρυσης μιας επιχείρησης, που έχει υποσχεθεί η κυβέρνηση.
Ερωτώμενοι οι επιχειρηματίες για το ποια είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στις δραστηριότητές τους στην Ελλάδα, πρώτο και με διαφορά είναι η γραφειοκρατία, που συγκέντρωσε το 27,2% των απαντήσεων. Το 14% ανέφερε ως σημαντικότερο πρόβλημα τη διαφθορά, το 11,5% την πολιτική αστάθεια, το 11,1% το φορολογικό καθεστώς, το 9,9% την πρόσβαση στη χρηματοδότηση, το 3,9% την ανεπαρκή παροχή υποδομών, το 3,7% το ύψος των φορολογικών συντελεστών και το 2,3% την «κακή» συμπεριφορά του εργατικού δυναμικού.
ΠΗΓΗ : kathhmerini.gr (10/09/2010)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου