10 Σεπτεμβρίου 2012

Το νερό τρέχει προς τα πάνω, προς το χρήμα (Ανώνυμο ρητό της αμερικανικής...Άγριας Δύσης)

Για την ιδιωτικοποίηση του νερού: ροές και σχήματα

του Νικήτα Μυλόπουλου και του Στέλιου Γκιάλη



Γιούρι Κάκισεφ, «Δίψα», 1998

Το νερό τρέχει προς τα πάνω, προς το χρήμα

(Ανώνυμο ρητό της αμερικανικής Δύσης)

Από τα πρώτα, και βασικότερα για τη φιλοσοφία τους, μέτρα των ελληνικών μνημονίων ήταν η ιδιωτικοποίηση των εταιρειών αστικού νερού. Για την ακρίβεια, η επίσπευση της ιδιωτικοποίησής τους, αφού αυτή είχε ήδη αρχίσει πολύ πριν από την εκδήλωση της πρόσφατης κρίσης. Η οποία λειτούργησε και σε αυτήν την περίπτωση ως καταλύτης, προκειμένου να επιταχυνθεί και να ολοκληρωθεί και στη χώρα μας μία διαδικασία που αναδείχθηκε τις τρεις τελευταίες δεκαετίες σε  κεντρική στρατηγική της κεφαλαιακής συσσώρευσης στις χώρες της Δύσης, και όχι μόνο. Εκεί όπου με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, οι φυσικοί πόροι έχουν ιδιωτικοποιηθεί.

Ο εμβληματικός χαρακτήρας του νερού όμως επέβαλε στο παρελθόν, και επιβάλλει και σήμερα, μία ιδιαίτερη προσέγγιση από όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές. Το νερό είναι μήτρα πολιτισμού και συνδέεται άμεσα με την ίδια τη ζωή και τη διατήρησή της στον πλανήτη. Το νερό ρέει, εντάσσοντας ό,τι συναντά σε μία πολύπλοκη πολιτική οικονομία και οικολογία, σε όλες τις δυνατές κλίμακες: από την κλίμακα του σώματος έως και την κλίμακα του πλανήτη. Μιλώντας επομένως για την ιδιωτικοποίηση του νερού, μιλάμε στην ουσία για την ιδιωτικοποίηση της οικολογικής βάσηςτης ζωής μας,της ζωής της ίδιας τελικά (Swyngedouw, 2003). Αυτή ακριβώς η ιδιομορφία του «εμπορεύματος» νερό,  σε συνδυασμό με το σχετικά πρόσφατο γεγονός της σπανιότητάς του (λειψυδρία-κρίση του νερού), τεχνητής ή όχι, μπορούν να εξηγήσουν και μοναδικά φαινόμενα που συνδέονται με την κοστολόγηση του νερού στην ελεύθερη αγορά. Στο πόσιμο αστικό νερό για παράδειγμα, οι καταναλωτές είναι πρόθυμοι να πληρώσουν έως και 2.000 φορές περισσότερο, προκειμένου να το προμηθευτούν εμφιαλωμένο, σε (υποτίθεται) καλύτερη ποιότητα από αυτήν του τρεχούμενου νερού της βρύσης τους (η σύγκριση της τιμής των εμφιαλωμένων νερών και της αντίστοιχης του νερού βρύσης, δίνει όντως τέτοιες τεράστιες διαφορές). Από όπου και τα τεράστια περιθώρια κερδοφορίας που διαμορφώθηκαν με το άνοιγμα της σχετικής αγοράς. Η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμούσε ήδη 10 χρόνια πριν, ότι η δυνητική αγορά του νερού ξεπερνά το 1 τρις. δολάρια.

Το μεγάλο ζήτημα της ιδιωτικοποίησης του νερού ωστόσο, δεν μπορεί να προσεγγιστεί εκτός του πλαισίου που ορίζει η σύγχρονη υδατική κρίση. Το αδιέξοδο που έχει διαμορφωθεί στις μέρες μας στη σχέση των εννοιών νερό – διαχείρισή του- περιβάλλον, είναι σαφές ότι οφείλεται κατά βάση στις παραδοσιακές μορφές συσσώρευσης και κερδοφορίας του κεφαλαίου, με τις γνωστές συνέπειες εξάντλησης των φυσικών πόρων. Έτσι και στην περίπτωση των υδατικών πόρων, η ακόρεστη ζήτηση του νερού όρισε προνομιακά και μονοδιάστατα το πλαίσιο της διαχείρισής του, επεκτείνοντας διαρκώς την εκμετάλλευση πεπερασμένων υδατικών αποθεμάτων, εξαντλώντας τα ποσοτικά και υποβαθμίζοντάς τα ποιοτικά. Υπολογίζεται ότι η ζήτηση σε νερό διεθνώς έχει αυξηθεί τρεις φορές πιο γρήγορα από ότι ο πληθυσμός της γης, ενώ το κόστος εκμετάλλευσης κάθε νέου κυβικού μέτρου νερού θα στοιχίζει στο εξής τρεις φορές περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν (Μυλόπουλος, 2006).

Τώρα, ήρθε η ώρα να χρησιμοποιηθεί και η σπανιότητα ως νέο πεδίο κερδοφορίας. Ο καπιταλισμός αφού δημιούργησε το φαινόμενο της λειψυδρίας (μέσω των μηχανισμών υπερεκμετάλλευσης των υδατικών συστημάτων και ταυτόχρονης ρύπανσής τους), τη μετατρέπει στη συνέχεια σε επιχειρηματική ευκαιρία κέρδους, μέσω διαφόρων μορφών ιδιωτικοποίησης που άπτονται όλων των διαστάσεων της χρήσης του νερού. Από τη στιγμή που το νερό είναι αγαθό σε σπανιότητα και η τιμολογιακή πολιτική είναι από τους βασικούς άξονες για να διαχειριστούμε τη ζήτησή του, η εμπορευματοποίηση αναδεικνύεται σε εξαιρετική λύση. Και, φυσικά, μία τέτοια λύση δεν θα μπορούσε να παραμείνει στα χέρια του “ανίκανου, αντιπαραγωγικού και διεφθαρμένου” δημόσιου τομέα. Μόνο ο δυναμισμός, η ευρωστία, η ασφάλεια και η ευελιξία που παρέχει ο  «υγιής» ιδιωτικός τομέας μπορεί να βρει τη λύση (και) για αυτό το ζωτικής σημασίας περιβαλλοντικό πρόβλημα. Η ιδιωτικοποίηση της ύδρευσης είναι το πρώτο, και ενδεχομένως το πιο καθοριστικό βήμα σε αυτήν τη διαδικασία και αυτή θα εξεταστεί στη συνέχεια πιο αναλυτικά.

Σχήματα οργάνωσης και διοίκησης: ένα σύντομο ιστορικό

Στον τομέα της ύδρευσης έχουν κατά περιόδους δοκιμαστεί διάφορα σχήματα οργάνωσης και διοίκησης με ποικίλους τρόπους συνεργασίας δημόσιων και ιδιωτικών κεφαλαίων. Γνώμονας ήταν και είναι οι γενικότερες πολιτικές, κοινωνικές, οργανωτικές και τεχνοκρατικές επιλογές και αναδιαρθρώσεις στο πλαίσιο μίας περιόδου, μίας χώρας ή μίας μικρότερης διοικητικής-γεωγραφικής ενότητας (περιφέρειας, δήμου, πολεοδομικού συγκροτήματος κλπ) (Harvey, 1996). Τα διάφορα αυτά σχήματα μπορούν να ταξινομηθούν σε τρεις ευρύτερες ενότητες:

            α) Το στάδιο της κρατικοποίησης, από τα μέσα του 19ου αιώνα (για τις περισσότερες χώρες της ΕΕ και τις ΗΠΑ) έως την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τον 19ο αιώνα το ζήτημα της ύδρευσης και της αποχέτευσης είχε απασχολήσει ιδιαίτερα τις τοπικές και κρατικές αρχές των υπό εκβιομηχάνιση κρατών. Τα τελευταία, ανέπτυσσαν με αργούς ρυθμούς την εν λόγω περίοδο στα μεγάλα αστικό-βιομηχανικά τους συμπλέγματα, δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης, μέσω ιδιωτικών κεφαλαίων. Τα δίκτυα αυτά ήταν ελλιπή και αφορούσαν κυρίως στις περιοχές που κατοικούσαν τα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα. Οι αλλεπάλληλες κοινωνικές, υγειονομικές και οικολογικές κρίσεις οδήγησαν τις κυβερνήσεις να αναθεωρήσουν το δόγμα του “laisez – faire” για τον τομέα της ύδρευσης και να προχωρήσουν σε μέτρα ανάπτυξης αξιόπιστων και καθολικής παροχής δημόσιων υποδομών ύδρευσης (Hassan, 1998).

            β) Το «φορντικό στάδιο» που ξεκινάει από την περίοδο του μεσοπολέμου, για την μεγάλη πλειοψηφία πόλεων και χωρών των αναπτυγμένων χωρών (κατά συνέπεια εξαιρεί τη μεγάλη πλειοψηφία των κρατών Ασίας, Αφρικής και Λατινικής Αμερικής, ενώ έρχεται μερικές δεκαετίες αργότερα σε πολλά κράτη του Ευρωπαϊκού Νότου), και φτάνει ως τις δεκαετίες του ΄70 ή ΄80. Είναι η περίοδος του εκτεταμένου κρατικού παρεμβατισμού στις αγορές κεφαλαίου, εργασίας, υπηρεσιών και προϊόντων. Στα του νερού, ο φορντικός τρόπος ρύθμισης κατέστησε επίσημους και αποκλειστικούς κρατικούς θεσμούς τις εταιρίες ύδρευσης και αποχέτευσης. Η διαχείρισή τους, πέρα από το να αφορά σε αποκλειστικά δημόσια εταιρικά σχήματα, είχε ως κεντρικό άξονα προτεραιότητας την κάλυψη των αναγκών όλου του πληθυσμού και όλων των επιχειρήσεων. Επιπρόσθετα, είχε ως κεντρική οικονομική και επενδυτική λογική την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών των φορέων ύδρευσης με οριακά ή ακόμη και αρνητικά κέρδη και ταυτόχρονα τη διαχείριση της προσφοράς του νερού.

            γ) Το τρίτο και τελευταίο στάδιο, οριοθετείται από την οικονομική και χρηματιστηριακή κρίση του 1973 και επεκτείνεται σταδιακά στις επόμενες δεκαετίες έως και τις μέρες μας. Συνδέεται με τη μετα-φορντική περίοδο αναδιάρθρωσης και ευέλικτης συσσώρευσης, τη σταδιακή απελευθέρωση των περιορισμών στις διεθνείς αγορές και την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού (Harvey, 1996). Στο πλαίσιο αυτό, το νερό αναδεικνύεται σε δυνητικό πεδίο μεγάλης κερδοφορίας για το κεφάλαιο. Η σχετική πολιτική προωθείται από διεθνείς πρωταγωνιστές που χαράζουν στρατηγικές στον τομέα του νερού (οργανισμούς, περιφερειακές ή διακρατικές ενώσεις και πολυεθνικές επιχειρήσεις). Η κυρίαρχη αντίληψη που συνοδεύει την πολιτική αυτή υποστηρίζει πως, τόσο η υστέρηση των υπανάπτυκτων ή αναπτυσσόμενων χωρών σε θέματα επαρκούς κάλυψης των βασικών αναγκών ύδρευσης, όσο και τα φαινόμενα κρίσης στις δημόσιες παροχές ύδρευσης των αναπτυγμένων χωρών μπορούν να λυθούν με την αξιοποίηση των ευέλικτων εργαλείων που περιλαμβάνουν οι στρατηγικές  ιδιωτικοποίησης (OECD, 2003; World Bank, 2006)[1].  Στην ίδια λογική κινούνται και διεθνείς πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ενδεικτικά αναφέρονται οι πιέσεις που άσκησε ώστε να συμπεριληφθεί ο τομέας του νερού υπό τους κανονισμούς του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου αλλά και οι δύο πρωτοβουλίες που χρηματοδοτεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (EU Water Initiative, EU-ACP Water Facility) και στοχεύουν στην προώθηση της συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα σε νέα κράτη-μέλη και άλλες αναπτυσσόμενες χώρες (EUWI, 2004).

Η κυρίαρχη ιδεολογία: περιβαλλοντισμός της αγοράς, και αειφόρες ΣΔΙΤ

Η κυρίαρχη πολιτική προώθησης της συμμετοχής ιδιωτικών κεφαλαίων στις εταιρίες ύδρευσης έχει συνδεθεί και με την ανάγκη μετάβασης σε μια νέα εποχή, όπου η έμφαση πλέον θα δίνεται στη διαχείριση της ζήτησης και την εξοικονόμηση του σημαντικού αυτού αγαθού. Σύμφωνα με τις σχετικές απόψεις, το νερό πρέπει να γίνεται πλέον αντιληπτό και ως οικονομικό αγαθό, πέρα από φυσικό και δημόσιο. Στα πλαίσιο αυτό υπογραμμίζεται πως η παλιότερη έμφαση στην αξία χρήσης του νερού και στη διαχείριση της προσφοράς του οδήγησε σε σπατάλη και περιβαλλοντικά καταστρεπτικές χρήσεις. Στον αντίποδα, η αντιμετώπισή του νερού ως οικονομικού αγαθού, στην τιμή του οποίου μπορεί να ενσωματωθεί το όποιο περιβαλλοντικό κόστος συνδέεται με την παραγωγή, διανομή και χρήση του, μπορεί να οδηγήσει σε αποτελεσματική και ισότιμη διαχείριση. Οι αποφάσεις, τα επίσημα κείμενα και η βιβλιογραφία που αφορούν στην παραπάνω προσέγγιση έχουν προφανείς αναφορές και συσχετίσεις με την όλη προβληματική περί “αειφόρου ανάπτυξης” και έχουν συνδεθεί με τον λεγόμενο “περιβαλλοντισμό της αγοράς” (Harvey, 1996; Armstrong, 2006), την αντίληψη δηλαδή που θέλει την ελεύθερη αγορά να συνδυάζει οικονομική αποτελεσματικότητα και υψηλές κερδοφορίες με ταυτόχρονη προστασία του περιβάλλοντος και των κοινών αγαθών.
Με δεδομένο ότι η συγκεκριμένη ιδεολογία είναι πλέον κυρίαρχη και στην Ελλάδα, με οριζόντια αποδοχή σχεδόν από το σύνολο του πολιτικού φάσματος, αξίζει τον κόπο μία πολύ σύντομη κριτική ματιά, από τη σκοπιά της αριστεράς και του οικο-σοσιαλισμού, που θα μπορούσε μεταξύ πολλών άλλων να εστιάσει:
  1. στην υπεραπλούστευση: η κίνηση και οι αρχές του κόσμου ερμηνεύονται αποκλειστικά από την κίνηση του κεφαλαίου, ενώ τα φυσικά χαρακτηριστικά του νερού και των συναφών οικοσυστημάτων εκφυλίζονται σε «περιβαλλοντικό κόστος» που αποτιμάται σε χρήμα, δηλαδή ξανά με κοινωνικούς όρους, και βέβαια αντιμετωπίζεται ως εξωτερικότητα,
  2. στην ολοκληρωτική αποσιώπηση των συνθηκών παραγωγής και της υποβάθμισής τους (π.χ. η ρύπανση του νερού και των εδαφών κάνει ολόκληρη την αγροτική παραγωγή πιο δύσκολη, πιο ακριβή και με ποιοτικά ευτελέστερα προϊόντα),
  3. στην υποβάθμιση του ρόλου των επιχειρηματικών ανταγωνισμών και του κίνητρου του κέρδους που αναπόφευκτα συνδέεται τόσο με το εμπλεκόμενο ιδιωτικό κεφάλαιο, όσο και γενικότερα με τη χρήση του νερού στην παραγωγή. Το πρόβλημα της λειψυδρίας αντιμετωπίζεται έτσι ως τεχνικό, που άρα επιδέχεται αποκλειστικά τεχνικές λύσεις, ή, στην καλύτερη περίπτωση, ως αποτέλεσμα του ανορθολογιστή ανθρώπου, οπότε αρκεί η επίκληση μιας “κοινής” λογικής, μιας καλής θέλησης και μιας εκσυγχρονιστικής και «προοδευτικής» διάθεσης για να λυθεί το πρόβλημα,
  4. στην επιτηδευμένη ασάφεια, αλλά και την εμφανή αντίφαση που διέπουν τον όρο της “αειφόρου ανάπτυξης”, για τον οποίο δεν έχει ακόμη δοθεί αυστηρός επιστημονικός ορισμός αλλά φαίνεται να λειτουργεί περισσότερο σε εννοιολογικό, αν όχι ιδεοληπτικό επίπεδο.
Οι πολιτικές του περιβαλλοντισμού της αγοράς και η ιδιωτικοποίηση συνδέθηκαν συνήθως με δύο διαφορετικές διαδικασίες:
α) τη μερική, σταδιακή ή και μεγαλύτερη εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας με συμπληρωματική συμμετοχή του δημοσίου (συνήθως μέσω των γνωστών μας Συμπράξεων Δημοσίου – Ιδιωτικού Τομέα / ΣΔΙΤ), ή

β) την προώθηση ενός μοντέλου πλήρους πώλησης ή μεταβίβασης (divestiture) των παγίων, των υπηρεσιών και της διαχείρισης.
 Η χρήση του όρου ΣΔΙΤ (Συμπράξεις Δημοσίου-Ιδιωτικού Τομέα), που συχνά και καθ’ υπέρβαση συγχέεται με αυτόν της ιδιωτικοποίησης, αφορά συνήθως σε συμβόλαια μακροχρόνιας συνεργασίας ανάμεσα σε δημόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις με στόχο τη διαχείριση, την κατασκευή ή την αναβάθμιση υποδομών, υπηρεσιών και προϊόντων. Στον τομέα της ύδρευσης συγκεκριμένα, ο όρος αναφέρεται σε σχετικές συμφωνίες παραχώρησης μέσω των οποίων ιδιωτικά κεφάλαια αναλαμβάνουν μερίδιο κερδών, ευθύνης και ρίσκου. Υπό αυτήν την έννοια, ο όρος “συμπράξεις” χρησιμοποιείται υποδηλώνοντας αμοιβαία κοινούς στόχους και πρακτικές ανάμεσα στα συμβαλλόμενα μέρη που υπερβαίνουν την εκπλήρωση των συμβατικών δεσμεύσεων ενός γραπτού συμβολαίου. Με βάση τα παραπάνω η πρακτική των ΣΔΙΤ, στις διάφορες εκδοχές της αποτελεί ένα υποσύνολο των διαφορετικών προτύπων ιδιωτικοποίησης.

Η πρόσφατη διεθνής και ευρωπαϊκή εμπειρία

Το γεγονός ότι η ύδρευση του 85% των μεγάλων πόλεων σε ολόκληρο τον κόσμο εξακολουθεί πραγματοποιείται από δημόσιες ή κρατικές εταιρείες καθιστά την αγορά νερού ένα δυνητικό πεδίο για διοχέτευση και συσσώρευση κεφαλαίων. Με βάση τη διεθνή βιβλιογραφία, πέντε πολυεθνικού χαρακτήρα επιχειρήσεις, οι δύο πιο σημαντικές γαλλικών συμφερόντων, φαίνεται να αξιοποιούν εντατικά την πραγματικότητα αυτή, διαδραματίζοντας σήμερα έναν σημαντικό ρόλο στη διεθνή ή περιφερειακή αγορά νερού: i) H ‘Suez Environnement’ που αποτελεί θυγατρική της γαλλικής ‘Suez’, ii) η ‘Veolia Water’, παρακλάδι της ‘Veolia Environnement’  (παλιότερα ‘Vivendi’), iii) η γερμανική RWE η οποία μέχρι πρότινος είχε επενδύσεις στην βρετανική ‘Thames Water’, iv) η ‘Aguas de Barcelona’ και v) η ‘SABESP’, είναι μεταξύ άλλων από τις πιο σημαντικές (βλ. Πίνακα 1). Σχεδόν στο σύνολό τους αποτελούν, απευθείας ή μέσω των θυγατρικών τους, εταιρείες που δραστηριοποιούνται και στο χώρο της ενέργειας σε διεθνή κλίμακα (φυσικό αέριο, ηλεκτρισμός, νερό, βιολογικοί καθαρισμοί, πυρηνική ενέργεια, ανανεώσιμες πηγές κλπ) (Swyngedouw, 2005).

Ενδεικτικά, σε σχέση με την εξάπλωση των ΣΔΙΤ και της ιδιωτικοποίησης του νερού, με τις ποικίλες μορφές που αυτή λαμβάνει, ανάμεσα στις χώρες μέλη του ΟΟΣΑ: για τις 27 από τις 30 χώρες μέλη που υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, προκύπτει πως το εν λόγω ποσοστό αφορά στο 20% του πληθυσμού τους (219,1 εκατ. κάτοικοι, στοιχεία 2009-2010).  Για τις 19 από τις παραπάνω χώρες που είναι μέλη του ΟΟΣΑ και της ΕΕ ταυτόχρονα, το σχετικό ποσοστό διευρύνεται στο 24%. Στο εσωτερικό των χωρών αυτών εντοπίζονται πολύ διαφορετικά μεγέθη εξάπλωσης. Έτσι, το πρωτοπόρο Ενωμένο Βασίλειο, που μεταβίβασε πλήρως τις δέκα (10) εταιρίες ύδρευσης της χώρας στον ιδιωτικό τομέα, ακολουθεί η ηγέτης των ΣΔΙΤ Γαλλία, που αποτελεί και την χώρα προέλευσης σημαντικών πολυεθνικών εταιριών που προαναφέρθηκαν. Διαφοροποιημένα ποσοστά παρουσιάζονται σε πολλά νέα μέλη της ΕΕ από το πρώην σοσιαλιστικό μπλοκ. Ανάμεσα στις Νοτιοευρωπαϊκές χώρες- μέλη καταγράφεται μια σημαντική εξάπλωση (25% – 44%) με τα μεγαλύτερα μεγέθη να αφορούν σε Ελλάδα και Ιταλία. Παράλληλα ένας σημαντικός αριθμός χωρών παρουσιάζει μικρά ή μηδενικά ποσοστά εξάπλωσης. Ορισμένες ερμηνείες για τα διαφορετικά αυτά μεγέθη μπορούν να αναζητηθούν στις ιδιομορφίες του καθεστώτος συσσώρευσης σε κάθε χώρα καθώς και σε άλλες ιστορικές και κοινωνικές παραμέτρους. Ρόλο εδώ φαίνεται να παίζουν και οι πρόσφατες πολιτικές διαχείρισης που εφαρμόστηκαν από κάθε χώρα.

Ως προς την άνιση γεωγραφία του φαινομένου, πρέπει να σημειωθεί πως, οι μεγάλες πληθυσμιακές συγκεντρώσεις εμπεριέχουν τις περισσότερες δυνατότητες για δημιουργία οικονομιών κλίμακας (συνήθως επιλέγονται πόλεις με πληθυσμό άνω των 500.000 κατοίκων), γεγονός που επιτρέπει την μείωση κόστους και την παράλληλη αύξηση της απόδοσης των επενδύσεων. Αντιθέτως, οι γεωργικές περιοχές ή πόλεις μεσαίου ή μικρού μεγέθους, φαίνεται πως δεν αποτελούν προτεραιότητα επένδυσης των ιδιωτικών εταιριών. Αντίστοιχα, οι συνεργασίες ΣΔΙΤ στις αναπτυσσόμενες χώρες, συγκεντρώνονται σε ραγδαία αστικοποιούμενες περιοχές, στις οποίες είναι πιο πιθανό η επένδυση να αποφέρει επαρκώς. Χαρακτηριστικό είναι εδώ το παράδειγμα των πόλεων της Κίνας με συνάπτουν συμβόλαια ΣΔΙΤ με σχεδόν φρενήρεις ρυθμούς, και οδηγούν πολλές πολυεθνικές της Ευρώπης να στρέψουν το επιχειρηματικό βλέμμα τους προς την Ασία.

 
Πίνακας 1. Ο τζίρος, η μέση ετήσια κατανάλωση νερού και ενδεικτικές χώρες επένδυσης των ισχυρότερων πολυεθνικών του νερού (στοιχεία : Pinsent Masons, 2012).

Ένα πρώτο συμπέρασμα που μπορεί να προκύψει από την εμπειρία της εφαρμογής μορφών ιδιωτικοποίησης σε περισσότερο ή λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες είναι η σαφέστατη αποτυχία του κράτους, ως βασικού εγγυητή των ιδιωτικών εταιριών, στο να «προσέχει και να παρακολουθεί» δηλαδή τη γενικότερη δραστηριότητα και υλοποίηση των συμβάσεων και των στόχων που υπογράφηκαν. Για παράδειγμα (και πέρα από τη γνωστή σε πολλούς από εμάς, μέσα από τα πλάνα της ταινίας ‘Even the rain’ των Icíar Bollaín και Paul Laverty, περίπτωση της πόλης Cochabamba της Βολιβίας), στο Ενωμένο Βασίλειο τα πρώτα χρόνια της πλήρους ιδιωτικοποίησης υπήρξε μεγάλη αύξηση των χρεώσεων και των διακοπών, με ταυτόχρονη αθέτηση υποχρεώσεων κατασκευής/ βελτίωσης των υποδομών[2]. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τις διαμαρτυρίες για την εφαρμογή των «προπληρωμένων μετρητών» αγοράς συγκεκριμένων κυβικών μέτρων για όσα (κυρίως λαικά και εργατικά) νοικοκυριά αδυνατούσαν να πληρώνουν με συνέπεια το λογαριασμό τους,  ανάγκασε τη Ρυθμιστική Αρχή Υδάτων της χώρας να παρέμβει με αυστηρότερα μέτρα επιτήρησης των ιδιωτικών εταιριών και επιβολή πλαφόν στις αυξήσεις. Στη Γαλλία πάλι, η μη υλοποίηση συμφωνηθέντων έργων επέκτασης δικτύου σε συνδυασμό με τη μεγάλη αύξηση χρεώσεων οδήγησε πολλές δημοτικές αρχές να διεκδικήσουν και τελικά να επαναδημοτικοποιήσουν τις εταιρίες ύδρευσης τους, καταγράφοντας μάλιστα μείωση χρεώσεων για τους πολίτες και αύξηση εισροών στα δημοτικά ταμεία[3].

Ουσιαστικά λοιπόν η ιδιωτικοποίηση του τομέα δεν επέφερε τα αναμενόμενα, ειδικά στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας, και επομένως απέτυχε στην εκπλήρωση των κοινωνικών της στόχων. 

Η παροχή νερού αν και στοιχειωδώς αναγκαία για όλους, παρουσίασε έντονη ανισότητα και κοινωνική διαστρωμάτωση. Οι νεοσύστατες ανώνυμες/ ιδιωτικές εταιρίες ύδρευσης είχαν ως κύριο μέλημα την αύξηση των κερδών, αποκλείοντας προβληματικές περιοχές του υφιστάμενου αστικού δικτύου όπου αναλάμβαναν την ευθύνη διαχείρισης, στις οποίες παρατηρούνται καθυστερημένες ή καθόλου πληρωμές των λογαριασμών.

 Έτσι, με αυτά τα κριτήρια οι ιδιωτικές εταιρίες ωθούνταν και συνεχίζουν να ενεργούν σύμφωνα με κοινωνικές διακρίσεις οικονομικού χαρακτήρα, ειδικότερα στις χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου, δημιουργώντας ένα δίκτυο απαλλαγμένο από «στοιχεία» που επέφεραν ζημίες στους ίδιους αλλά και στην συνολικότερη διαχείριση του τομέα, που ήταν και το ζητούμενο. Επίσης, οι συνθήκες μονοπωλίου που επιτράπηκε στις εταιρίες αυτές, αναπόφευκτα συνδεδεμένη και με το χαρακτήρα του νερού ως φυσικά μονοπωλιακού αγαθού, δεν είχε τα υπεσχημένα αποτέλεσμα (π.χ. βελτίωση υποδομών και εξυπηρέτησης, πτώση τιμών κλπ). Έτσι, η μοναδική εταιρία που είχε το δικαίωμα διαχείρισης του τομέα σε κάθε περίπτωση ανά τον κόσμο, εξαιτίας της έλλειψης ανταγωνισμού και της ανελαστικής ζήτησης που χαρακτηρίζει το νερό επέφερε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών για την εταιρία να δράσει σε περιβάλλον μονοπωλίου, χωρίς να τηρεί τους αρχικούς όρους των συμβάσεων που είχαν υπογραφεί (Gialis et al, 2009b).

Η ιδιωτικοποίηση στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα, οι πρώτες προσπάθειες εφαρμογής του θεσμού των ΣΔΙΤ εμφανίζονται στις επιχειρήσεις που εξυπηρετούν τα Πολεοδομικά Συγκροτήματα και τμήματα των ευρύτερων περιοχών Αθήνας-Πειραιά και Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για τις αντίστοιχες Ανώνυμες Εταιρίες ΕΥΔΑΠ Α.Ε.[4] και ΕΥΑΘ Α.Ε. Οι δύο εταιρίες έχουν εισαχθεί στην κύρια αγορά του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών.

Η σύγχρονη ιδιωτικοποίηση και των δύο εταιρειών ξεκινάει με σχεδόν ταυτόχρονες νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ (Ν. 2744/1999 & Ν. 2651/1998 για Αθήνα και Θεσσαλονίκη αντίστοιχα) στα τέλη της δεκαετίας του ‘90. Το μοντέλο που προτάχθηκε είναι αυτό της σύμβασης παραχώρησης με ταυτόχρονη δημιουργία κοινοπρακτικών εταιριών τύπου “joint venture” με συμμετοχή του δημοσίου. Έτσι, και στις δύο περιπτώσεις τα κυριότερα πάγια απορροφήθηκαν από τις αντίστοιχες νεοϊδρυθείσες εταιρίες παγίων, παραμένοντας στην ιδιοκτησία του δημοσίου, το οποίο υποχρεούται να προμηθεύει τις ιδιωτικές πλέον εταιρίες με ακατέργαστο νερό έναντι ετήσιου τιμήματος. Στη μετοχική βάση της ΕΥΔΑΠ ΑΕ, εκτός του Ελληνικού Δημοσίου (61,3%) και της Αγροτικής Τράπεζας Ελλάδος (10%), κανένας μέτοχος δεν κατέχει πάνω από το 5% του μετοχικού κεφαλαίου.

Στην περίπτωση της ΕΥΑΘ, με την πρόσφατα εξαγγελθείσα πώληση από το μερίδιο του δημοσίου (74%) αναμένεται σύντομα η πολυεθνική Suez να επιχειρήσει να διευρύνει το 5% που ήδη κατέχει[5]. Παράλληλα, δυο μεγάλες εργοστασιακές μονάδες της ΕΥΑΘ έχουν παραχωρηθεί για πενταετή εκμετάλλευση σε κοινοπραξία της εν λόγω πολυεθνικής με τεχνική εταιρεία.

Αν και μια αναλυτική αναφορά στα τεχνικο-οικονομικά στοιχεία των εταιρειών υπερβαίνει τα όρια του παρόντος άρθρου, τονίζεται πως και οι δύο παρουσιάζουν i) υψηλούς δείκτες κερδοφορίας με δεδομένη τη σημαντική αύξηση χρεώσεων που επιβλήθηκε στους καταναλωτές σε συμφωνία με τις διαδοχικές κυβερνήσεις (βλ. Πίνακα 2 για την περίπτωση της ΕΥΑΘ), ii) ελλιπή επέκταση/ αναβάθμιση υποδομών, iii) αθέτηση σημαντικών πλευρών των υποχρεώσεων τους με πιο κραυγαλέα αυτή της μη καταβολής ποσών πολλών εκατομμυρίων Ευρώ προς το δημόσιο, ως όφειλαν, έναντι του ακατέργαστου νερού που εισέρχεται στο δίκτυο τους και το αξιοποιούν ως αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης, και iv) απουσία ρυθμιστικής αρχής που θα εποπτεύει τη λειτουργία της αγοράς νερού, κατά τα πρότυπα τουλάχιστον των άλλων δυτικοευρωπαϊκών οικονομιών. Με άλλα λόγια και σε αντιστοιχία με τις ελληνικές πατερναλιστικές καπιταλιστικές πρακτικές, το πρότυπο ιδιωτικοποίησης που ως τώρα εφαρμόστηκε στη χώρα θέλει το κράτος σε ρόλο ρυθμιστή και ταυτόχρονα μετόχου της ιδιωτικοποίησης, με αμοιβαία αλληλο-αποφυγή ευθυνών αλλά και αλληλο-κάλυψη μεταξύ των ανωνύμων εταιρειών ύδρευσης και των αρμόδιων κρατικών φορέων, και, φυσικά, με υψηλότατες κερδοφορίες (Gialis et al, 2009b).

Κλιμάκια κατανάλωσης
2003
2007
2011
% μεταβολή 2003-2011
0-10m³
0,26
0,39
0,47
+81%
11-30m³
0,40
0,53
0,65
+63%
31-60m
0,48
0,62
0,74
+54%
61-120m³
0,92
1,06
1,18
+28%
121-180m³
1,94
2,3
2,42
+25%
>=180m³
3,7
4,03
4,03
+9%
Χρέωση αποχέτευσης (% τιμ. νερού)
55%
64%
80%
+45%

Πίνακας 2. Εξέλιξη τιμών κατηγορίας οικιακών χρηστών ΕΥΑΘ ΑΕ, 2003-2011 (σε €/m³)

Συμπεράσματα

Μέχρι πρόσφατα υπήρχε μία διαδεδομένη αντίληψη πως αξιόλογες επενδύσεις ιδιωτικών κεφαλαίων στον τομέα της ύδρευσης συγκεντρώνονταν μόνο στον υπό ανάπτυξη κόσμο. Η πρόσφατη εμπειρία όμως απέδειξε ότι η ιδιωτικοποίηση του νερού αποτελεί πολιτική αιχμής των σύγχρονων αναδιαρθρώσεων στο εσωτερικό και των αναπτυγμένων κοινωνικο-οικονομικών σχηματισμών. Η πραγματικότητα αυτή συνδέεται με τη μετάβαση στην εποχή αναθεώρησης των φορντικών πολιτικών ρύθμισης, στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού. Σε πολιτικό επίπεδο, εκφράστηκε μέσα από αποφάσεις και κανονισμούς που δίνουν έμφαση στη διαχείριση της ζήτησης, σε συνδυασμό με την εξοικονόμηση του νερού.

Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε μία νέα πραγματικότητα στην οποία το νερό που πίνουν και χρησιμοποιούν δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι την ημέρα, κυρίως στην Ευρώπη αλλά και σε άλλες ηπείρους του πλανήτη, διακινείται από έναν μονοψήφιο αριθμό εταιρειών. Όπως αναδείχθηκε παραπάνω, πρόκειται για εταιρίες πολυεθνικής δομής και διάρθρωσης (κυρίως όμως ευρωπαϊκής προέλευσης) με συμμετοχή σε ποικίλες δραστηριότητες και εταιρικά σχήματα, ειδικά στον ευρύτερο κλάδο της ενέργειας, με σημαντικούς κύκλους εργασιών και μεγάλα μεγέθη απασχόλησης. Από την άλλη, ο ρόλος του δημόσιου τομέα, στη μεγάλη πλειοψηφία των ποικιλόμορφων σχημάτων συνεργασίας- ιδιωτικοποίησης που προωθήθηκαν, περιορίστηκε στην εποπτεία και τη διαχείριση των βασικών παγίων, με επιμέρους διαφοροποιήσεις ανά πόλη ή χώρα.

Όπως επίσης φάνηκε όμως από τα προηγούμενα, η ιδιωτικοποίηση του νερού, με τη μεγάλη ποικιλία των σχημάτων και των μορφών της, είναι μία διαδικασία με εγγενείς αντιφάσεις σε όλες τις εκφάνσεις της. Από το εννοιολογικό-ιδεολογικό επίπεδο, όπου πρέπει να εμπεδωθεί στην κοινωνία η μετατροπή ενός φυσικού αγαθού σε ιδιωτικό εμπόρευμα, στο επίπεδο της ευρύτερης διαχείρισης των υδατικών πόρων, με τον έντονο ανταγωνισμό που προβάλλουν οι λοιπές υδατικές χρήσεις και ανάγκες μέσα στο δεδομένο πλαίσιο της λειψυδρίας, μέχρι το καθαρά επιχειρηματικό επίπεδο, με τις δυσλειτουργίες στη σχέση κράτους – εταιριών, ειδικά στο περιβάλλον των υδραυλικών έργων που χαρακτηρίζεται από έντονες αβεβαιότητες και υψηλά ρίσκα. Αυτές τις αντιφάσεις ανέδειξαν και τα τοπικά κινήματα που αντιστάθηκαν παγκοσμίως στην ιδιωτικοποίηση του νερού. Ενδεχομένως, σε αυτές τις αντιφάσεις να οφείλονται και οι σημαντικές νίκες που κατέγραψαν μέχρι σήμερα τα κινήματα αυτά. Όπως και να χει πάντως, στην Ελλάδα το αμερικανικό ρητό του υπότιτλου δικαιώνεται προς το παρόν απολύτως. Η ροή του νερού ακολουθεί πλέον τη ροή του χρήματος.

Βιβλιογραφία

EUWI (2004) EU Water Initiative: Water for life. Luxembourg: Office for Official Publications of the European Communities, available at www.euwi.net (1/2009)
Gialis S, Loukas A, Μylopoulos N (2009a) The unequal geographical expansion of water privatization: global and European perspectives. Water Utility Management International 4(3):17-23
Gialis S, Laspidou C, Loukas A, Μylopoulos N (2009b) Water privatization in Greece: turning waters into profits? 7th International Conference of the European Water Resources Association, Limassol Cyprus, 25-27 June 2009.
Harvey D (1996) Justice, Nature and the Geography of Difference. Blackwell, Oxford
Hassan J (1998) A History of Water in Modern England and Wales. Manchester University Press, Manchester
Μυλόπουλος Ν (2006) Διαχείριση Υδατικών Πόρων, Διδακτικές σημειώσεις, Παν. Θεσσαλίας
OECD (2003) Policy Brief: Public-Private Partnerships in the Urban Water Sector. available at www.oecd.org/publications/Pol_brief ecd.org/publications/Pol_brief (1/2009)
Page B, Kaika M (2003) The EU water framework directive: part 2. Policy innovation and the shifting choreography of governance. Europ Envir 13:328-343
Pinsent Masons (2012) Pinsent Masons Water Yearbook 2011-2012. Pinsent Masons LLP, London, available at www.pinsentmasons.com (7/2012)
Swyngedouw, E (2003) Privatising H2O–Turning Local Waters into Global Money.Journal fur Entwicklungspolitik Vol. XIX: 10-33
Swyngedouw E (2005) Dispossessing H2O: the contested terrain of water privatization. Capit Natur Social, 16(1):81-98
World Bank (2006) Approaches to Private Participation in Water Services: a toolkit. Public-Private Infrastructure Advisory Facility & the World Bank, Washington

[1]  Η προσέγγιση αυτή εντοπίζεται σε επίσημα κείμενα διεθνών ή υπερεθνικών χρηματοπιστωτικών και πολιτικών οργανισμών (πχ. Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Παγκόσμια Τράπεζα, ΕΕ, G8) και αποτέλεσε κεντρικό άξονα χάραξης στόχων και μέτρων πολιτικής σε αρκετά διεθνή φόρα. Ενδεικτικά αναφέρονται οι αρχές που διατυπώθηκαν στη διάσκεψη του Δουβλίνου το 1992 (Dublin Principles), οι διασκέψεις του Παγκόσμιου Συμβουλίου Νερού (Χάγη, 2000; Τόκιο, 2003; Mεξικό, 2006) και οι διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου το 2002 (WTO negotiations on the GATS). Παράλληλα, όπως υποστηρίζουν οι Page and Kaika (2003:340) η κοινοτική οδηγία-πλαίσιο για το νερό (Directive 2000/60/EC) αποτέλεσε πολλές φορές την εναρκτήρια αιτία ή αφορμή της ολοένα και μεγαλύτερης εμπλοκής του ιδιωτικού τομέα στις εταιρίες ύδρευσης των κρατών μελών.

[2] Πριν ιδιωτικοποιηθούν οι οργανισμοί διαγράφηκαν όλα τα χρέη (8 δισεκατομμύρια δολάρια) ενώ για τη λειτουργία τους στηρίχτηκαν σε έμμεσες ή άμεσες κρατικές επιδοτήσεις, προστατεύτηκαν από εξαγορές και εξαιρέθηκαν από την καταβολή φόρων για τα κέρδη τους ενώ δε δίστασαν να ρευστοποιήσουν τις μέχρι πρότινος δημόσιες υπηρεσίες στο χρηματιστήριο.

[3] Τα τελευταία δέκα χρόνια πάνω από 40 γαλλικοί δήμοι και αστικές κοινότητες έχουν πάρει τις υπηρεσίες νερού πίσω σε δημόσια χέρια προσφέροντας βελτιωμένες και φθηνότερες 
 υπηρεσίες. Ιδιαίτερης συμβολικής σημασίας είναι η επαναδημοτικοποίηση του νερού στο Παρίσι που κατάφερε να εξοικονομεί 35 εκατ. € το χρόνο ενώ είχε μείωση των τιμολογίων κατά 8%.

[4] Η ΕΥΔΑΠ Α.Ε., η μεγαλύτερη εταιρεία στην Ελλάδα στην αγορά του νερού, προέρχεται από μια ιδιωτική αμερικανική εταιρεία (ULEN) η οποία ως το 1974 συμμετείχε στη διαχείριση της ύδρευσης της πόλης.

[5] Στην πλέον πρόσφατη (2009) προσπάθεια πώλησης επιπλέον μεριδίων της εταιρείας της Θεσσαλονίκης τους τελευταίους μήνες της κυβέρνησης Καραμανλή  εμφανίστηκαν με προσφορές και οι δύο μεγάλες πολυεθνικές νερού που προαναφέραμε, σε αντίπαλα σχήματα και σε συμμαχία με ισχυρά τμήματα της ελληνικής αστικής τάξης (βλ. Μπόμπολας, Βγενόπουλος κλπ). Ο διαγωνισμός τέθηκε σε αναστολή από τη νέα κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, λίγους μήνες πριν αρχίσει η λαίλαπα των μνημονίων και της κρίσης.
ΠΗΓΗ

Αναζήτηση Εργασίας

Εργασία από την Careerjet

Σας ευχαριστούμε για την επίσκεψή σας

 

Followers